κορυμβήθρα: Difference between revisions
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(6_10) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κορυμβήθρα''': ἡ, κατὰ Νίκανδρ. παρ’ Ἀθην. 683C, -[[βηλός]], ὁ, = τῷ ἑπομ. | |lstext='''κορυμβήθρα''': ἡ, κατὰ Νίκανδρ. παρ’ Ἀθην. 683C, -[[βηλός]], ὁ, = τῷ ἑπομ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κορυμβήθρα]], ἡ (Α) [[κόρυμβος]]<br />[[κορυμβίας]], [[είδος]] κισσού. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, = sq., Ps.-Dsc.2.179.
Greek (Liddell-Scott)
κορυμβήθρα: ἡ, κατὰ Νίκανδρ. παρ’ Ἀθην. 683C, -βηλός, ὁ, = τῷ ἑπομ.
Greek Monolingual
κορυμβήθρα, ἡ (Α) κόρυμβος
κορυμβίας, είδος κισσού.