ὕφαμμος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(6_19) |
(4b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὕφαμμος''': -ον, ὡς τὸ [[ὑπόψαμμος]], ὁ ἔχων ἄμμον [[ὑποκάτω]], ἢ [[μᾶλλον]] ὁ μεμιγμένος μετ’ ἄμμου, ὀλίγον τι [[ἀμμώδης]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 12, περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 6, 3. | |lstext='''ὕφαμμος''': -ον, ὡς τὸ [[ὑπόψαμμος]], ὁ ἔχων ἄμμον [[ὑποκάτω]], ἢ [[μᾶλλον]] ὁ μεμιγμένος μετ’ ἄμμου, ὀλίγον τι [[ἀμμώδης]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 12, περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 6, 3. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὕφαμμος:''' песчаный (πεδία Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A like ὑπόψαμμος, mixed with sand, sandy, Thphr.HP 1.6.12, 6.5.2, OP2.16.8, PAmh.2.85.16 (i A. D.); ὕφαμμος, ἡ (sc. χώρα), PCair.Zen.269.9 (iii B. C.), 352 (iii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
ὕφαμμος: -ον, ὡς τὸ ὑπόψαμμος, ὁ ἔχων ἄμμον ὑποκάτω, ἢ μᾶλλον ὁ μεμιγμένος μετ’ ἄμμου, ὀλίγον τι ἀμμώδης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 12, περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 6, 3.
Russian (Dvoretsky)
ὕφαμμος: песчаный (πεδία Plut.).