ἀναφράζομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναφράζομαι''': μέσ., ἐπιγινώσκω, [[ἀναγνωρίζω]], μὴ .. οὐλὴν [[ἀμφράσσαιτο]] Ὀδ. Τ. 391· τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρ’ Εὐναπ. σ. 67, «πρὸς πολλοὺς ἀναφράζων ἐν ἐπιστολαῖς», δηλ. ἐκτιθέμενος. | |lstext='''ἀναφράζομαι''': μέσ., ἐπιγινώσκω, [[ἀναγνωρίζω]], μὴ .. οὐλὴν [[ἀμφράσσαιτο]] Ὀδ. Τ. 391· τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρ’ Εὐναπ. σ. 67, «πρὸς πολλοὺς ἀναφράζων ἐν ἐπιστολαῖς», δηλ. ἐκτιθέμενος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao. opt. sync. 3ᵉ sg.</i> [[ἀμφράσσαιτο]];<br />reconnaître.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], φράζομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:29, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 214] = wieder betrachten oder erkennen, Od. 19, 391 μή ἑ λαβοῦσα οὐλὴν ἀμφράσσαιτο.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφράζομαι: μέσ., ἐπιγινώσκω, ἀναγνωρίζω, μὴ .. οὐλὴν ἀμφράσσαιτο Ὀδ. Τ. 391· τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρ’ Εὐναπ. σ. 67, «πρὸς πολλοὺς ἀναφράζων ἐν ἐπιστολαῖς», δηλ. ἐκτιθέμενος.
French (Bailly abrégé)
ao. opt. sync. 3ᵉ sg. ἀμφράσσαιτο;
reconnaître.
Étymologie: ἀνά, φράζομαι.