σπατάλιον: Difference between revisions
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(6_22) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπᾰτάλιον''': τό, φέρεται ὠσαύτως [[σπαθάλιον]], [[εἶδος]] ψελλίου, Tertull. Cult. Fem. 13· ὠσαύτως, [[τρόπος]] κτενίσματος τῆς [[κόμης]] εἰς ἕνα μόνον κόμβον ἢ κόρυμβον, Ἀποστ. Διαταγ. 1. 3. ἴδε Salmas. ad Solin. σ. 537. | |lstext='''σπᾰτάλιον''': τό, φέρεται ὠσαύτως [[σπαθάλιον]], [[εἶδος]] ψελλίου, Tertull. Cult. Fem. 13· ὠσαύτως, [[τρόπος]] κτενίσματος τῆς [[κόμης]] εἰς ἕνα μόνον κόμβον ἢ κόρυμβον, Ἀποστ. Διαταγ. 1. 3. ἴδε Salmas. ad Solin. σ. 537. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[σπατάλη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τρόπος]] [[κουράς]] τών μαλλιών<br /><b>2.</b> [[προκλητικότητα]], [[έλλειψη]] σεμνότητας<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] βραχιολιού. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, in Lat. form
A spatalium,= σπατάλη 11, Juba ap.Plin.HN13.142, CIL2.2060.12, 3386.12 (Spain), 14.2215.8 (Nemi).
German (Pape)
[Seite 918] τό, auch σπαθάλιον geschr., eine Art Armband, Plin. H. N. 13, 25, vgl. σπατάλη; auch eine Art Haarflechte, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰτάλιον: τό, φέρεται ὠσαύτως σπαθάλιον, εἶδος ψελλίου, Tertull. Cult. Fem. 13· ὠσαύτως, τρόπος κτενίσματος τῆς κόμης εἰς ἕνα μόνον κόμβον ἢ κόρυμβον, Ἀποστ. Διαταγ. 1. 3. ἴδε Salmas. ad Solin. σ. 537.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ σπατάλη
μσν.
1. τρόπος κουράς τών μαλλιών
2. προκλητικότητα, έλλειψη σεμνότητας
αρχ.
είδος βραχιολιού.