περιαιρετός: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιαιρετός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, ἅπαν [τὸ [[χρυσίον]]] Θουκ. 2. 13· [[κόσμος]] Παυσ. 1. 25, 7· [[προσωπεῖον]] Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 3· π. τι ποιεῖν Πλούτ. 2. 828Β.
|lstext='''περιαιρετός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, ἅπαν [τὸ [[χρυσίον]]] Θουκ. 2. 13· [[κόσμος]] Παυσ. 1. 25, 7· [[προσωπεῖον]] Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 3· π. τι ποιεῖν Πλούτ. 2. 828Β.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />enlevé <i>ou</i> coupé tout autour.<br />'''Étymologie:''' [[περιαιρέω]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιαιρετός Medium diacritics: περιαιρετός Low diacritics: περιαιρετός Capitals: ΠΕΡΙΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: periairetós Transliteration B: periairetos Transliteration C: periairetos Beta Code: periaireto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that may be taken off, removable, ἅπαν [τὸ χρυσίον] Th.2.13; κόσμος Paus.1.25.7; προσωπεῖον Luc.Pr.Im.3, cf. Plu.2.828b.

German (Pape)

[Seite 568] ringsum weg- oder abgenommen, Luc. pro imag. 3 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιαιρετός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, ἅπαν [τὸ χρυσίον] Θουκ. 2. 13· κόσμος Παυσ. 1. 25, 7· προσωπεῖον Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 3· π. τι ποιεῖν Πλούτ. 2. 828Β.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
enlevé ou coupé tout autour.
Étymologie: περιαιρέω.