αὐτοαγαθόν: Difference between revisions

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
(6_21)
 
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτοαγαθόν''': τό, αὐτὸ τὸ ἀγαθόν, τὸ [[ὄντως]] ἀγαθόν, Ἀριστ. Μεταφ. 2. 2, ἀπαντᾷ καὶ αὐτοάγαθον, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 959Α, κλ.: - τὸ ἀρσεν. ἐπίθ. παρ’ Ἐκκλ. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. [[αὐταγαθότης]], ητος, αὐτὴ ἡ [[ἀγαθότης]], [[ἀπόλυτος]] [[ἀγαθότης]], Διον. Ἀρεοπ. π. Θ. Ὀνομ. 2. 414, κλ.
|lstext='''αὐτοαγαθόν''': τό, αὐτὸ τὸ ἀγαθόν, τὸ [[ὄντως]] ἀγαθόν, Ἀριστ. Μεταφ. 2. 2, ἀπαντᾷ καὶ αὐτοάγαθον, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 959Α, κλ.: - τὸ ἀρσεν. ἐπίθ. παρ’ Ἐκκλ. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. [[αὐταγαθότης]], ητος, αὐτὴ ἡ [[ἀγαθότης]], [[ἀπόλυτος]] [[ἀγαθότης]], Διον. Ἀρεοπ. π. Θ. Ὀνομ. 2. 414, κλ.
}}
}}

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοαγαθόν: τό, αὐτὸ τὸ ἀγαθόν, τὸ ὄντως ἀγαθόν, Ἀριστ. Μεταφ. 2. 2, 2· ἀπαντᾷ καὶ αὐτοάγαθον, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 959Α, κλ.: - τὸ ἀρσεν. ἐπίθ. παρ’ Ἐκκλ. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. αὐταγαθότης, ητος, αὐτὴ ἡ ἀγαθότης, ἀπόλυτος ἀγαθότης, Διον. Ἀρεοπ. π. Θ. Ὀνομ. 2. 414, κλ.