3,273,653
edits
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔσθησις''': -εως, ἡ, ([[ἐσθέω]]) ἐνδυμασία, [[ἔνδυμα]], πιθαν. γραφ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 2. 8, 14, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ι΄, 51· ἐν τῷ πληθ., Ἀθήν. 18Ε, Εὐαγγ. κ. Λουκ. Κδ΄, 4· δοτ. πληθ. ἐσθήσεσι Φίλων 2. 158. | |lstext='''ἔσθησις''': -εως, ἡ, ([[ἐσθέω]]) ἐνδυμασία, [[ἔνδυμα]], πιθαν. γραφ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 2. 8, 14, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ι΄, 51· ἐν τῷ πληθ., Ἀθήν. 18Ε, Εὐαγγ. κ. Λουκ. Κδ΄, 4· δοτ. πληθ. ἐσθήσεσι Φίλων 2. 158. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se vêtir ; vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐσθέω]]. | |||
}} | }} |