νοοσφαλής: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(6_7)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νοοσφᾰλής''': -ές, ([[σφάλλω]]) = [[νοοπλανής]], Νόνν. Δ. 7. 277.
|lstext='''νοοσφᾰλής''': -ές, ([[σφάλλω]]) = [[νοοπλανής]], Νόνν. Δ. 7. 277.
}}
{{grml
|mltxt=[[νοοσφαλής]], -ές (Α)<br />αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σφαλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δομο</i>-<i>σφαλής</i>, <i>μεθυ</i>-<i>σφαλής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοοσφᾰλής Medium diacritics: νοοσφαλής Low diacritics: νοοσφαλής Capitals: ΝΟΟΣΦΑΛΗΣ
Transliteration A: noosphalḗs Transliteration B: noosphalēs Transliteration C: noosfalis Beta Code: noosfalh/s

English (LSJ)

ές, (σφάλλω)

   A = νοοπλανής 11, Nonn.D.17.277.

Greek (Liddell-Scott)

νοοσφᾰλής: -ές, (σφάλλω) = νοοπλανής, Νόνν. Δ. 7. 277.

Greek Monolingual

νοοσφαλής, -ές (Α)
αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -σφαλής (< σφάλλω), πρβλ. δομο-σφαλής, μεθυ-σφαλής].