φιλόβιβλος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
(6_19) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλόβιβλος''': -ον, φίλος τῶν βιβλίων, Στράβ. 609, Εὐστ. Πονημάτ. 249. 80. | |lstext='''φῐλόβιβλος''': -ον, φίλος τῶν βιβλίων, Στράβ. 609, Εὐστ. Πονημάτ. 249. 80. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόβιβλον</i><br />[[μεγάλη]] [[αγάπη]] για τα βιβλία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσουν τα βιβλία, [[βιβλιόφιλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που του αρέσει να διαβάζει βιβλία<br /><b>3.</b> αυτός που του αρέσει η [[ανάγνωση]] της Βίβλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βίβλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>βιβλος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A fond of books, Str.13.1.54.
German (Pape)
[Seite 1278] Bücher liebend, Bücherfreund, Strab. XIII.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόβιβλος: -ον, φίλος τῶν βιβλίων, Στράβ. 609, Εὐστ. Πονημάτ. 249. 80.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόβιβλον
μεγάλη αγάπη για τα βιβλία
αρχ.
1. αυτός που του αρέσουν τα βιβλία, βιβλιόφιλος
2. αυτός που του αρέσει να διαβάζει βιβλία
3. αυτός που του αρέσει η ανάγνωση της Βίβλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + βίβλος (πρβλ. πολύ-βιβλος)].