μακροβόλος: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
(6_17)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μακροβόλος''': -ον, ὁ βάλλων [[μακράν]], [[σφενδόνη]] Στράβ. 311. 20.
|lstext='''μακροβόλος''': -ον, ὁ βάλλων [[μακράν]], [[σφενδόνη]] Στράβ. 311. 20.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (AM [[μακροβόλος]], -ον)<br />αυτός που βάλλει [[μακριά]], που ρίχνει, που εξακοντίζει σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]] («μακροβολωτέρας δ' οὔσης τῆς σφενδόνης πεσεῑν τὸν Δέγμενον», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δισκο</i>-[[βόλος]].
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροβόλος Medium diacritics: μακροβόλος Low diacritics: μακροβόλος Capitals: ΜΑΚΡΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: makrobólos Transliteration B: makrobolos Transliteration C: makrovolos Beta Code: makrobo/los

English (LSJ)

ον,

   A far-throwing, σφενδόνη Id.8.3.33 (Comp.), Eust.311.20 (Comp.).

Greek (Liddell-Scott)

μακροβόλος: -ον, ὁ βάλλων μακράν, σφενδόνη Στράβ. 311. 20.

Greek Monolingual

-ο (AM μακροβόλος, -ον)
αυτός που βάλλει μακριά, που ρίχνει, που εξακοντίζει σε μεγάλη απόσταση («μακροβολωτέρας δ' οὔσης τῆς σφενδόνης πεσεῑν τὸν Δέγμενον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος.