δυσώπημα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(6_21)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσώπημα''': τό, [[μέσον]] δι' οὗ κάμνει τις τὸν ἄλλον νὰ ἐντραπῇ, ἑπομ.= [[μέσον]] ἐπανορθώσεως, διορθώσεως, remedium, τῶν ἡμαρτημένων Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ι. 1. 25, 5· μέγα [[δυσώπημα]] σωφροσύνης [[τέκνωσις]] Δίων παρὰ Στοβ. 484. 4.
|lstext='''δυσώπημα''': τό, [[μέσον]] δι' οὗ κάμνει τις τὸν ἄλλον νὰ ἐντραπῇ, ἑπομ.= [[μέσον]] ἐπανορθώσεως, διορθώσεως, remedium, τῶν ἡμαρτημένων Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ι. 1. 25, 5· μέγα [[δυσώπημα]] σωφροσύνης [[τέκνωσις]] Δίων παρὰ Στοβ. 484. 4.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">I</b> [[motivo de vergüenza]] ἔσεσθαι δ. τῶν ἁμαρτημάτων I.<i>BI</i> 1.509.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[medio de persuasión]] μέγα γὰρ δ. σωφροσύνης τέκνωσις D.Chr.<i>Fr</i>.8<br /><b class="num">•</b>ref. a Dios [[ofrenda propiciatoria]] τοῦτο ἀντὶ δυσωπήματος προσάγω Thdr.Heracl.<i>Fr.Is</i>.M.18.1329C.<br /><b class="num">2</b> [[argumento]] ἀξιόπιστα δυσωπήματα προβάλλεται εἰς πίστωσιν Thdr.Heracl.<i>Fr.Is</i>.M.18.1352C.
}}
}}

Revision as of 12:26, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσώπημα Medium diacritics: δυσώπημα Low diacritics: δυσώπημα Capitals: ΔΥΣΩΠΗΜΑ
Transliteration A: dysṓpēma Transliteration B: dysōpēma Transliteration C: dysopima Beta Code: dusw/phma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a means of making one ashamed, and so, a corrective, τῶν ἡμαρτημένων J.BJ1.25.5, cf. D.Chr.Fr.8.

German (Pape)

[Seite 692] τό-das Beschämende, Reue Verursachende, Ios. B. Iud. 1, 25.

Greek (Liddell-Scott)

δυσώπημα: τό, μέσον δι' οὗ κάμνει τις τὸν ἄλλον νὰ ἐντραπῇ, ἑπομ.= μέσον ἐπανορθώσεως, διορθώσεως, remedium, τῶν ἡμαρτημένων Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ι. 1. 25, 5· μέγα δυσώπημα σωφροσύνης τέκνωσις Δίων παρὰ Στοβ. 484. 4.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I motivo de vergüenza ἔσεσθαι δ. τῶν ἁμαρτημάτων I.BI 1.509.
II 1medio de persuasión μέγα γὰρ δ. σωφροσύνης τέκνωσις D.Chr.Fr.8
ref. a Dios ofrenda propiciatoria τοῦτο ἀντὶ δυσωπήματος προσάγω Thdr.Heracl.Fr.Is.M.18.1329C.
2 argumento ἀξιόπιστα δυσωπήματα προβάλλεται εἰς πίστωσιν Thdr.Heracl.Fr.Is.M.18.1352C.