αἱμώδης: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἱμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) = [[αἱματώδης]], ἐρυθρὸς ὡς τὸ [[αἷμα]], Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θ. 8. ΙΙ. ἐκ στομακάκης ὑποφέρων, Γαλην.
|lstext='''αἱμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) = [[αἱματώδης]], ἐρυθρὸς ὡς τὸ [[αἷμα]], Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θ. 8. ΙΙ. ἐκ στομακάκης ὑποφέρων, Γαλην.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />d’un rouge sang.<br />'''Étymologie:''' [[αἷμα]], -ωδης.
}}
}}

Revision as of 19:23, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμώδης Medium diacritics: αἱμώδης Low diacritics: αιμώδης Capitals: ΑΙΜΩΔΗΣ
Transliteration A: haimṓdēs Transliteration B: haimōdēs Transliteration C: aimodis Beta Code: ai(mw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A bloody, blood-red, Luc.Syr.D.8.    II having the teeth set on edge, Gal.14.523.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμώδης: -ες, (εἶδος) = αἱματώδης, ἐρυθρὸς ὡς τὸ αἷμα, Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θ. 8. ΙΙ. ἐκ στομακάκης ὑποφέρων, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
d’un rouge sang.
Étymologie: αἷμα, -ωδης.