πόσις: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πόσις''': ὁ, ποιητ. πόσσις Ἀθν. Π. 6. 323· γεν. πόσιος (Ἀττ. γεν. πόσεως δὲν ἀπαντᾷ Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 906)· δοτ. πόσει, Ἐπικ. πόσεϊ Ἰλ. Ε. 71· κλητ. πόσι Εὐρ. Ἄλκ. 323, Ἑλ. 644, Ἀριστοφ. Θεσμ. 913· [[ὡσαύτως]] [[πόσις]] Εὐρ. Ἑλ. 1399· πληθ. πόσεις Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 176, Ἐπικ. αἰτ. πόσιας Ἰλ. Ζ. 240. ― Σύζυγος, [[ἀνήρ]], [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ., Πινδ., κλπ· τὸν ὁμοδέμνιον πόσιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1108· ἰδίως ὁ [[νόμιμος]] [[σύζυγος]], μὴ [[πόσις]] μὲν [[Ἡρακλῆς]] ἐμὸς καλῆται, τῆς νεωτέρας δ’ ἀνὴρ Σοφ. Τρ. 550, πρβλ. Ἰλ. Ω. 725 πρὸς τὸν στίχ. 763· ― σπάνιον παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 18· π. καὶ [[ἄλοχος]] [[αὐτόθι]] 1. 3, 1· κρυπτὸς π., ἐπὶ ἐραστοῦ παρανόμου, Εὐρ. Ὀρ. 561. (Ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] θὰ ἦτο [[πότις]], ὡς φαίνεται ἐκ τῶν πότνια, δεσπότης, δέσποινα (δηλ. δεσπότνια)· πρβλ. Σανσκρ. pat-is (dominus, vir), pat-ni (dominá, uxor), pat-yé (potior, rego)· Λατ. pot-is, pot-estas, pot-ior, possum (potis sum), com-pos, pot-a (παλαιὰ [[λέξις]] ἀντὶ τοῦ victoria)· Λιθ. pats, pati (ἀνὴρ [[ἔγγαμος]], γυνὴ [[ἔγγαμος]]), vesz-pats (dominus). Πιθανῶς ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ΠΑ, = Σανσκρ. pâ, pâ-mi (tueor).)
|lstext='''πόσις''': ὁ, ποιητ. πόσσις Ἀθν. Π. 6. 323· γεν. πόσιος (Ἀττ. γεν. πόσεως δὲν ἀπαντᾷ Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 906)· δοτ. πόσει, Ἐπικ. πόσεϊ Ἰλ. Ε. 71· κλητ. πόσι Εὐρ. Ἄλκ. 323, Ἑλ. 644, Ἀριστοφ. Θεσμ. 913· [[ὡσαύτως]] [[πόσις]] Εὐρ. Ἑλ. 1399· πληθ. πόσεις Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 176, Ἐπικ. αἰτ. πόσιας Ἰλ. Ζ. 240. ― Σύζυγος, [[ἀνήρ]], [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ., Πινδ., κλπ· τὸν ὁμοδέμνιον πόσιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1108· ἰδίως ὁ [[νόμιμος]] [[σύζυγος]], μὴ [[πόσις]] μὲν [[Ἡρακλῆς]] ἐμὸς καλῆται, τῆς νεωτέρας δ’ ἀνὴρ Σοφ. Τρ. 550, πρβλ. Ἰλ. Ω. 725 πρὸς τὸν στίχ. 763· ― σπάνιον παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 18· π. καὶ [[ἄλοχος]] [[αὐτόθι]] 1. 3, 1· κρυπτὸς π., ἐπὶ ἐραστοῦ παρανόμου, Εὐρ. Ὀρ. 561. (Ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] θὰ ἦτο [[πότις]], ὡς φαίνεται ἐκ τῶν πότνια, δεσπότης, δέσποινα (δηλ. δεσπότνια)· πρβλ. Σανσκρ. pat-is (dominus, vir), pat-ni (dominá, uxor), pat-yé (potior, rego)· Λατ. pot-is, pot-estas, pot-ior, possum (potis sum), com-pos, pot-a (παλαιὰ [[λέξις]] ἀντὶ τοῦ victoria)· Λιθ. pats, pati (ἀνὴρ [[ἔγγαμος]], γυνὴ [[ἔγγαμος]]), vesz-pats (dominus). Πιθανῶς ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ΠΑ, = Σανσκρ. pâ, pâ-mi (tueor).)
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de boire ; boisson;<br /><b>2</b> gorgée d’une boisson.<br />'''Étymologie:''' R. Πο, boire ; cf. [[πίνω]], <i>lat.</i> potus, poculum, etc.<br /><span class="bld">2</span>ιος (ὁ) :<br />époux.<br />'''Étymologie:''' R. Ποτ, être le maître ; cf. [[πότνια]], [[δεσπότης]], etc. ; <i>lat.</i> potis, potens.
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόσις Medium diacritics: πόσις Low diacritics: πόσις Capitals: ΠΟΣΙΣ
Transliteration A: pósis Transliteration B: posis Transliteration C: posis Beta Code: po/sis

English (LSJ)

ὁ, poet. πόσσις AP6.323 (Leon.); gen. πόσιος (no gen. is found in Att., πόσεως only in Hdn.Gr.2.700); dat. πὁσει, Ep.

   A πόσεϊ Il.5.71; voc. πόσι E.Alc.323, Ar.Th.913; also πόσις E.Hel.1399: pl. πόσεις Id.IA176 (lyr.); acc. πόσιας Il.6.240:—husband, spouse, Il.3.329, Alcm.29, Inscr.Cypr.93 H., Pi.P.9.99, etc.; τὸν ὁμοδέμνιον π. A.Ag.1108 (lyr.); esp. lawful husband, μὴ π. μὲν Ἡρακλῆς ἐμὸς καλῆται, τῆς νεωτέρας δ' ἀνήρ S.Tr.550 (but cf.Il.24.725 and 763): rare in Prose, Arist.Pol.1335b41; π. καὶ ἄλοχος ib. 1253b6; κρυπτὸς π., of a paramour, E.Or.561. (I.-E. potis 'lord, master', cf. πότνια, δεσπότης, Skt.pátis 'lord, master, husband', pátnī 'lady, wife', Lat. potis (sum), etc.)
πόσῐς, ιος, Att. εως, ἡ; dat. πόσει, Ion.

   A πόσι Hdt.5.19: (πίνω):— drinking, drink, beverage, πόσιος καὶ ἐδητύος ἐζ ἔρον ἕντο Il.1.469, al.; βρῶσίς τε π. τε Od.10.176, cf. Hes.Sc.395: pl., βρώσεσιν ἢ πόσεσιν Democr.235; carousal, Alc.101, Critias 6.9 D.; συγγίνεσθαι ἐς πόσιν to meet for a carousal, Hdt. 1.172, cf. Bull.Soc.Alex.7.66; πρὸς πόσιν τετράφθαι Th.7.73; λιπαρέειν τῇ πόσι Hdt.5.19; παρὰ τὴν π. over their cups, Id.2.121.δ; ἐκ δὲ θοίνας π. ἐγένετο, ἐκ δὲ πόσιος μῶκος Epich.148; πόσιος ἐν βάθει Theoc.14.29: pl., Pl.Lg.641a.    2 draught, αἷμα πίεται τρίτην πόσιν A.Ch.578; ἐκπίνειν ὑστάτην π. Antipho 1.20; πόσις φαρμάκου Id.6.22.

German (Pape)

[Seite 687] ἡ (πίνω, πέπομαι), der Trank, das Trinken; neben ἐδητύς oft bei Hom.; ἐν νηῒ θοῇ βρῶσίς τε πόσις τε, Od. 10, 176, vgl. Il. 19, 210, öfter; Hes. Sc. 295; ἄκρατον αἷμα πίεται τρίτην πόσιν, Aesch. Ch. 571; u. in Prosa: Plat. Theaet. 159 e u. öfter; Xen. Cyr. 5, 2, 17; auch das Trinkgelag, Her. 1, 172; παρὰ τὴν πόσιν, 2, 121, = παρὰ πότον. ὁ (mit πότνια, δεσπότης, potis zusammenhangend), der Ehemann. Gemahl; oft bei Hom.; gen. πόσιος, Cd. 17, 571. 16, 162 u. öfter; dat. πόσεϊ Il. 5, 71, πόσει Od. 11, 430. 19, 95; acc. plur. πόσιας, Il. 6, 240; Pind. u. Tragg.: τὸν ὁμοδέμνιον πόσιν, Aesch. Ag. 1079; πόσει, Soph. Ant. 1181; μὴ πόσις μὲν Ἡρακλῆς ἐμὸς καλῆται, Gemahl, τῆς νεωτέρας δ' ἀνήρ, Mann, Trach. 547; Ar., u. einzeln bei sp. D., wie Anth.; auch in poet. Form πόσσις, Leon. Al. 33 (VI, 323).

Greek (Liddell-Scott)

πόσις: ὁ, ποιητ. πόσσις Ἀθν. Π. 6. 323· γεν. πόσιος (Ἀττ. γεν. πόσεως δὲν ἀπαντᾷ Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 906)· δοτ. πόσει, Ἐπικ. πόσεϊ Ἰλ. Ε. 71· κλητ. πόσι Εὐρ. Ἄλκ. 323, Ἑλ. 644, Ἀριστοφ. Θεσμ. 913· ὡσαύτως πόσις Εὐρ. Ἑλ. 1399· πληθ. πόσεις Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 176, Ἐπικ. αἰτ. πόσιας Ἰλ. Ζ. 240. ― Σύζυγος, ἀνήρ, συχνάκις παρ’ Ὁμ., Πινδ., κλπ· τὸν ὁμοδέμνιον πόσιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1108· ἰδίως ὁ νόμιμος σύζυγος, μὴ πόσις μὲν Ἡρακλῆς ἐμὸς καλῆται, τῆς νεωτέρας δ’ ἀνὴρ Σοφ. Τρ. 550, πρβλ. Ἰλ. Ω. 725 πρὸς τὸν στίχ. 763· ― σπάνιον παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 18· π. καὶ ἄλοχος αὐτόθι 1. 3, 1· κρυπτὸς π., ἐπὶ ἐραστοῦ παρανόμου, Εὐρ. Ὀρ. 561. (Ὁ ἀρχικὸς τύπος θὰ ἦτο πότις, ὡς φαίνεται ἐκ τῶν πότνια, δεσπότης, δέσποινα (δηλ. δεσπότνια)· πρβλ. Σανσκρ. pat-is (dominus, vir), pat-ni (dominá, uxor), pat-yé (potior, rego)· Λατ. pot-is, pot-estas, pot-ior, possum (potis sum), com-pos, pot-a (παλαιὰ λέξις ἀντὶ τοῦ victoria)· Λιθ. pats, pati (ἀνὴρ ἔγγαμος, γυνὴ ἔγγαμος), vesz-pats (dominus). Πιθανῶς ἡ ῥίζα εἶναι ΠΑ, = Σανσκρ. pâ, pâ-mi (tueor).)

French (Bailly abrégé)

1εως (ἡ) :
1 action de boire ; boisson;
2 gorgée d’une boisson.
Étymologie: R. Πο, boire ; cf. πίνω, lat. potus, poculum, etc.
2ιος (ὁ) :
époux.
Étymologie: R. Ποτ, être le maître ; cf. πότνια, δεσπότης, etc. ; lat. potis, potens.