κιβώριον: Difference between revisions

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
(6_22)
(eksahir)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῐβώριον''': τό, τὸ [[περικάρπιον]] τοῦ Αἰγυπτίου κυάμου· ἡ δὲ [[ῥίζα]] τοῦ φυτοῦ λέγεται κολλοκασία, Διόδ. 1. 34, Νικ. παρ’ Ἀθην. 72A κἑξ., πρβλ. Spreng. Διοσκ. 2. 128. ΙΙ. [[ποτήριον]], [[εἴτε]] ἐκ τῆς ὕλης [[εἴτε]] ἐκ τοῦ σχήματος, Δίδυμ. παρ’ Ἀθην. 477E. 2) [[σκιάς]], οὐρανὸς τῆς ἱερᾶς τραπέζης ἐν τῷ ἱερῷ, Βίος Βασιλ. 184C, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 232, 16, [[ἐπίσης]], κιβούριον Χρον. Πασχάλ. 713, 11, Μαλαλ. 490, 3, κλ.
|lstext='''κῐβώριον''': τό, τὸ [[περικάρπιον]] τοῦ Αἰγυπτίου κυάμου· ἡ δὲ [[ῥίζα]] τοῦ φυτοῦ λέγεται κολλοκασία, Διόδ. 1. 34, Νικ. παρ’ Ἀθην. 72A κἑξ., πρβλ. Spreng. Διοσκ. 2. 128. ΙΙ. [[ποτήριον]], [[εἴτε]] ἐκ τῆς ὕλης [[εἴτε]] ἐκ τοῦ σχήματος, Δίδυμ. παρ’ Ἀθην. 477E. 2) [[σκιάς]], οὐρανὸς τῆς ἱερᾶς τραπέζης ἐν τῷ ἱερῷ, Βίος Βασιλ. 184C, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 232, 16, [[ἐπίσης]], κιβούριον Χρον. Πασχάλ. 713, 11, Μαλαλ. 490, 3, κλ.
}}
{{eles
|esgtx=[[cáliz]]
}}
}}

Revision as of 10:30, 22 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐβώριον Medium diacritics: κιβώριον Low diacritics: κιβώριον Capitals: ΚΙΒΩΡΙΟΝ
Transliteration A: kibṓrion Transliteration B: kibōrion Transliteration C: kivorion Beta Code: kibw/rion

English (LSJ)

τό,

   A seed-vessel of the κολοκασία, a kind of Nvmphaea, containing the κύαμος Αἰγύπτιος, Nic.Fr.81.3, D.S.1.34, POxy.105.18 (ii A.D.); κ. ἢ κιβώτιον Dsc.2.106; of the plant itself, Sor.1.57.    II cup, either from the material or the shape, Did. ap. Ath. 11.477f, Hegesand.21; used liturgically, PMag.Par.1.1110.

German (Pape)

[Seite 1436] τό, das Fruchtgehäuse der ägyptischen Pflanze κολοκασία, einer Art nymphaea, welches den eßbaren Saamen, κύαμος Αἰγυπτιακός enthält; Diosc.; Ath. III, 72 a; D. Sic. 1, 34 u. A. – Auch eine Art Becher, Didvm. Ath. XI, 477 e.

Greek (Liddell-Scott)

κῐβώριον: τό, τὸ περικάρπιον τοῦ Αἰγυπτίου κυάμου· ἡ δὲ ῥίζα τοῦ φυτοῦ λέγεται κολλοκασία, Διόδ. 1. 34, Νικ. παρ’ Ἀθην. 72A κἑξ., πρβλ. Spreng. Διοσκ. 2. 128. ΙΙ. ποτήριον, εἴτε ἐκ τῆς ὕλης εἴτε ἐκ τοῦ σχήματος, Δίδυμ. παρ’ Ἀθην. 477E. 2) σκιάς, οὐρανὸς τῆς ἱερᾶς τραπέζης ἐν τῷ ἱερῷ, Βίος Βασιλ. 184C, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 232, 16, ἐπίσης, κιβούριον Χρον. Πασχάλ. 713, 11, Μαλαλ. 490, 3, κλ.

Spanish

cáliz