λυσίθριξ: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods

Source
(6_22)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῡσίθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ ἔχων λελυμένας τὰς τρίχας, λυτὴν τὴν κόμην, Γεωπ. 12. 8. 5.
|lstext='''λῡσίθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ ἔχων λελυμένας τὰς τρίχας, λυτὴν τὴν κόμην, Γεωπ. 12. 8. 5.
}}
{{grml
|mltxt=[[λυσίθριξ]], -τριχος, ὁ, ἡ (Μ)<br />αυτός που έχει λυτά, ατημέλητα τα μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλί</i>-[[θριξ]], <i>ουλό</i>-[[θριξ]])].
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λῡσίθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ ἔχων λελυμένας τὰς τρίχας, λυτὴν τὴν κόμην, Γεωπ. 12. 8. 5.

Greek Monolingual

λυσίθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ (Μ)
αυτός που έχει λυτά, ατημέλητα τα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + θρίξ, τριχός (πρβλ. καλλί-θριξ, ουλό-θριξ)].