ἀπαρχή: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαρχή''': ἡ, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ πληθυντικῷ, ἀπαρχαὶ (πρβλ. [[ἄπαργμα]]). 1) ἡ [[ἔναρξις]] θυσίας, ἡ πρώτη προσφορὰ (τριχῶν ἀπὸ τοῦ μετώπου κοπτομένων), ἀπαρχαὶ [[κόμης]] Εὐρ. Ὀρ. 96, πρβλ. Φοιν. 1525· [[προσέτι]] καὶ τὸ [[ῥῆμα]] [[ἀπάρχομαι]]. 2) τὸ πρῶτον καὶ κάλλιστον παντὸς πράγματος, οἱ πρῶτοι καρποί, ἁπάντων ἀπαρχαὶ Ἡρόδ. 3. 71· ἀπαρχὰς ἄγειν θεοῖσι Σοφ. Τρ. 183· ἀπαρχὰς θύειν Εὐρ. Ἀποσπ. 520· ἀπ. σκυλευμάτων Φοίν. 857· ἐπιφέρειν ἀπ. τῶν ὡραίων Θουκ. 3. 58· τῶν ὄντων Ἰσαῖ. 55. 15: οὕτω καὶ καθ’ ἑνικόν, λείας ἀπαρχὴ Σοφ. Τρ. 761· ἀπαρχὴ τῶν πατρωΐων χρημάτων Ἡρόδ. 1. 92, κτλ.· ἀνθρώπων ἀπ... εἰς Δελφοὺς ἀποστέλλειν Ἀριστ. Ἀποσπ. 453· [[ὡσαύτως]], κεφαλῆς ἀπαρχὴν ἀπὸ τινος ἀνατιθέναι Ἡρόδ. 4. 88· ἐπεγράφετο δὲ καὶ ἐπὶ ἀναθημάτων ἤ ἀφιερωμάτων, ἀνέθηκεν… τόδ’ ἀπαρχὴν Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 754, πρβλ. 753: ― κατήντησε δὲ ἐν μεταγενεστέροις χρόνοις νὰ σημαίνῃ [[εἶδος]] συμποσίου, Πλούτ. 2. 40Β, [[ἔνθα]] ἴδε Οὐϋττεμβ. 3) μεταφ., ἀπαρχαὶ τῶν ἐμῶν προσφθεγμάτων Εὐρ. Ἴων 402· ἀπαρχὴν τῆς σοφίας ἀνατιθέναι Πλάτ. Πρώτ. 343Β, κτλ. ἀπ. ἀπὸ φιλοσοφίας Πλούτ. 2.172C.
|lstext='''ἀπαρχή''': ἡ, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ πληθυντικῷ, ἀπαρχαὶ (πρβλ. [[ἄπαργμα]]). 1) ἡ [[ἔναρξις]] θυσίας, ἡ πρώτη προσφορὰ (τριχῶν ἀπὸ τοῦ μετώπου κοπτομένων), ἀπαρχαὶ [[κόμης]] Εὐρ. Ὀρ. 96, πρβλ. Φοιν. 1525· [[προσέτι]] καὶ τὸ [[ῥῆμα]] [[ἀπάρχομαι]]. 2) τὸ πρῶτον καὶ κάλλιστον παντὸς πράγματος, οἱ πρῶτοι καρποί, ἁπάντων ἀπαρχαὶ Ἡρόδ. 3. 71· ἀπαρχὰς ἄγειν θεοῖσι Σοφ. Τρ. 183· ἀπαρχὰς θύειν Εὐρ. Ἀποσπ. 520· ἀπ. σκυλευμάτων Φοίν. 857· ἐπιφέρειν ἀπ. τῶν ὡραίων Θουκ. 3. 58· τῶν ὄντων Ἰσαῖ. 55. 15: οὕτω καὶ καθ’ ἑνικόν, λείας ἀπαρχὴ Σοφ. Τρ. 761· ἀπαρχὴ τῶν πατρωΐων χρημάτων Ἡρόδ. 1. 92, κτλ.· ἀνθρώπων ἀπ... εἰς Δελφοὺς ἀποστέλλειν Ἀριστ. Ἀποσπ. 453· [[ὡσαύτως]], κεφαλῆς ἀπαρχὴν ἀπὸ τινος ἀνατιθέναι Ἡρόδ. 4. 88· ἐπεγράφετο δὲ καὶ ἐπὶ ἀναθημάτων ἤ ἀφιερωμάτων, ἀνέθηκεν… τόδ’ ἀπαρχὴν Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 754, πρβλ. 753: ― κατήντησε δὲ ἐν μεταγενεστέροις χρόνοις νὰ σημαίνῃ [[εἶδος]] συμποσίου, Πλούτ. 2. 40Β, [[ἔνθα]] ἴδε Οὐϋττεμβ. 3) μεταφ., ἀπαρχαὶ τῶν ἐμῶν προσφθεγμάτων Εὐρ. Ἴων 402· ἀπαρχὴν τῆς σοφίας ἀνατιθέναι Πλάτ. Πρώτ. 343Β, κτλ. ἀπ. ἀπὸ φιλοσοφίας Πλούτ. 2.172C.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />prémices, d’ord. les premiers fruits ; <i>p. ext.</i> part prélevée sur la fortune, sur un butin, <i>etc.</i> ; ἀνθρώπων [[ἀπαρχή]] PLUT choix d’hommes offerts à un dieu ; <i>p. ext.</i> la fleur, le choix (de qch).<br />'''Étymologie:''' [[ἀπάρχομαι]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἀκροθίνιον]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαρχή Medium diacritics: ἀπαρχή Low diacritics: απαρχή Capitals: ΑΠΑΡΧΗ
Transliteration A: aparchḗ Transliteration B: aparchē Transliteration C: aparchi Beta Code: a)parxh/

English (LSJ)

ἡ, mostly in pl. ἀπαρχαί (cf. ἄπαργμα):    1 beginning of a sacrifice, primal offering (of hairs cut from the forehead), ἀπαρχαὶ κόμης E.Or.96, cf. Ph.1525 (lyr.); later, a banquet held on this occasion, Plu.2.40b.    2 firstlings for sacrifice or offering, first-fruits, ἁπάντων ἀπαρχαί Hdt.4.71; ἀπαρχὰς ἄγειν θεοῖσι S.Tr.183; ἀπαρχὰς θύειν E.Fr.516; ἀ. σκυλευμάτων Ph.857; ἐπιφέρειν ἀ. τῶν ὡραίων Th. 3.58; τῶν ὄντων Is.5.42, cf. Epicur.Fr.130, etc.:—so also in sg., λείας ἀ. S.Tr.761; ἀ. τῶν πατρων χρημάτων Hdt.1.92, etc.; ἀνθρώπων ἀ. εἰς Δελφοὺς ἀποστέλλειν Arist.Fr.485; ἀ. ἀπό τινος ἀνατιθέναι Hdt. 4.88; inscribed on votive offerings, [ἀνέθηκεν] . . τόδ' α. IG1.382, etc.; freq. in LXX, as Ex.25.2, al., cf. Ep.Rom.11.16, and metaph., ἀ. τῶν κεκοιμημένων 1 Ep.Cor.15.20; τῶν κτισμάτων Ep.Jac.1.18.    3 metaph., ἀπαρχαὶ τῶν ἐμῶν προσφθεγμάτων E.Ion402; ἀπαρχὴν τῆς σοφίας ἀνέθεσαν Pl.Prt.343b, etc.; ἀ. ἀπὸ φιλοσοφίας Plu.2.172c.    4 tax on inheritances, PTaur.1.7.10; tax paid by Jews, Stud.Pal.4.72 (i A. D.).    5 entrance fee, PTeb.316.10 (i A.D.), al.    6 board of officials (cf. sq.), IG12(8).273 (Thasos).    7 birth-certificate of a free person, PTeb.316.10 (i A. D.), PGnom.131 (ii A. D.): perh. metaph. in Ep.Rom.8.23.

German (Pape)

[Seite 281] ἡ (vgl. Buttm. Lexil. I p. 100), das Darbringen u. Opfern der Erstlinge, ἀπαρχὰς θύειν Ar. Ran. 1239; θεοῖς ἀπαρχὰς παρέχειν Xen. Oec. 5, 10; Erstlingsgabe, τῶν πατρίων χρημάτων Her. 1, 92; τῶν ὡραίων Thuc. 3, 58; als Tribut, 6, 20; ἀπαρχὴν τῶν ἐκ τῆς γῆς ἀποτελοῦσιν Plat. Legg. VII, 806 d; λείας Soph. Tr. 758; σκυλευμάτων Eur. Phoen. 864; öfter im plur., ἀπαρχὰς σίτου ἀποπέμπειν Isocr. 4, 31; übertr., ἀπαρχὴν τῆς σοφίας ἀνέθεσαν τῷ Ἀπόλλωνι Plat. Prot. 343 a; προσφθεγμάτων ἀπ. Eur. Ion. 402; Sp.; ἀπ. ἀπὸ φιλοσοφίας Plut.; vgl. Her. 4, 88. – Beim Opfer sind ἀπαρχαί die Stirnhaare u. die äußersten Gliedmaßen, welche zuerst abgeschnitten u. verbrannt wurden. – Uebh. Anfang, γένους; aber ἀπαρχαὶ λόγων Proben aus Reden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαρχή: ἡ, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ πληθυντικῷ, ἀπαρχαὶ (πρβλ. ἄπαργμα). 1) ἡ ἔναρξις θυσίας, ἡ πρώτη προσφορὰ (τριχῶν ἀπὸ τοῦ μετώπου κοπτομένων), ἀπαρχαὶ κόμης Εὐρ. Ὀρ. 96, πρβλ. Φοιν. 1525· προσέτι καὶ τὸ ῥῆμα ἀπάρχομαι. 2) τὸ πρῶτον καὶ κάλλιστον παντὸς πράγματος, οἱ πρῶτοι καρποί, ἁπάντων ἀπαρχαὶ Ἡρόδ. 3. 71· ἀπαρχὰς ἄγειν θεοῖσι Σοφ. Τρ. 183· ἀπαρχὰς θύειν Εὐρ. Ἀποσπ. 520· ἀπ. σκυλευμάτων Φοίν. 857· ἐπιφέρειν ἀπ. τῶν ὡραίων Θουκ. 3. 58· τῶν ὄντων Ἰσαῖ. 55. 15: οὕτω καὶ καθ’ ἑνικόν, λείας ἀπαρχὴ Σοφ. Τρ. 761· ἀπαρχὴ τῶν πατρωΐων χρημάτων Ἡρόδ. 1. 92, κτλ.· ἀνθρώπων ἀπ... εἰς Δελφοὺς ἀποστέλλειν Ἀριστ. Ἀποσπ. 453· ὡσαύτως, κεφαλῆς ἀπαρχὴν ἀπὸ τινος ἀνατιθέναι Ἡρόδ. 4. 88· ἐπεγράφετο δὲ καὶ ἐπὶ ἀναθημάτων ἤ ἀφιερωμάτων, ἀνέθηκεν… τόδ’ ἀπαρχὴν Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 754, πρβλ. 753: ― κατήντησε δὲ ἐν μεταγενεστέροις χρόνοις νὰ σημαίνῃ εἶδος συμποσίου, Πλούτ. 2. 40Β, ἔνθα ἴδε Οὐϋττεμβ. 3) μεταφ., ἀπαρχαὶ τῶν ἐμῶν προσφθεγμάτων Εὐρ. Ἴων 402· ἀπαρχὴν τῆς σοφίας ἀνατιθέναι Πλάτ. Πρώτ. 343Β, κτλ. ἀπ. ἀπὸ φιλοσοφίας Πλούτ. 2.172C.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
prémices, d’ord. les premiers fruits ; p. ext. part prélevée sur la fortune, sur un butin, etc. ; ἀνθρώπων ἀπαρχή PLUT choix d’hommes offerts à un dieu ; p. ext. la fleur, le choix (de qch).
Étymologie: ἀπάρχομαι.
Par. ἀκροθίνιον.