μισθοδοτέω: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μισθοδοτέω''': πληρώνω μισθούς, ἀπολ., Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 21· τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 7. 1, 13, Δημ. 667. 3· - μετ’ αἰτ., [[παρέχω]] πληρωμήν, μισθόν, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 265. 14, Πολύβ. 5. 2, 11, κτλ.· καὶ ἐν τῷ παθητ., [[λαμβάνω]] μισθόν, πληρώνομαι, τὰ προσοφειλόμενα ὁ αὐτ. 1. 66, 4, κτλ.
|lstext='''μισθοδοτέω''': πληρώνω μισθούς, ἀπολ., Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 21· τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 7. 1, 13, Δημ. 667. 3· - μετ’ αἰτ., [[παρέχω]] πληρωμήν, μισθόν, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 265. 14, Πολύβ. 5. 2, 11, κτλ.· καὶ ἐν τῷ παθητ., [[λαμβάνω]] μισθόν, πληρώνομαι, τὰ προσοφειλόμενα ὁ αὐτ. 1. 66, 4, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> donner un salaire : τινι à qqn;<br /><b>2</b> solder, soudoyer une troupe.<br />'''Étymologie:''' [[μισθοδότης]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθοδοτέω Medium diacritics: μισθοδοτέω Low diacritics: μισθοδοτέω Capitals: ΜΙΣΘΟΔΟΤΕΩ
Transliteration A: misthodotéō Transliteration B: misthodoteō Transliteration C: misthodoteo Beta Code: misqodote/w

English (LSJ)

   A pay wages, abs., X.HG4.8.21; τινι Id.An.7.1.13, D.23.142: c. acc., furnish with pay, Id.15.32, Decr. ap. eund.18.115; τοὺς παιδευτάς SIG672.42 (Delph., ii B. C.):— Pass., receive pay, τὰ προσοφειλόμενα Plb.1.66.3, etc.

German (Pape)

[Seite 190] Lohn geben, besolden; Xen. An. 7, 1, 13, Dem. u. Folgde; τὴν δύναμιν, das Heer besolden, Pol. 5, 2, 11 u. öfter; auch pass., μισθοδοτεῖσθαι τὰ προσοφειλόμενα τῶν ὀψωνίων, den rückständigen Sold erhalten, 1, 66, 3.

Greek (Liddell-Scott)

μισθοδοτέω: πληρώνω μισθούς, ἀπολ., Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 21· τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 7. 1, 13, Δημ. 667. 3· - μετ’ αἰτ., παρέχω πληρωμήν, μισθόν, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 265. 14, Πολύβ. 5. 2, 11, κτλ.· καὶ ἐν τῷ παθητ., λαμβάνω μισθόν, πληρώνομαι, τὰ προσοφειλόμενα ὁ αὐτ. 1. 66, 4, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 donner un salaire : τινι à qqn;
2 solder, soudoyer une troupe.
Étymologie: μισθοδότης.