γλωσσοπύρσευτος: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
(6_17)
 
(8)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''γλωσσοπύρσευτος''': -ον, ὁ ἔχων [[εἶδος]] πεπυρσευμένων γλωσσῶν, Ἰω. Δαμ. 1, 680.
|lstext='''γλωσσοπύρσευτος''': -ον, ὁ ἔχων [[εἶδος]] πεπυρσευμένων γλωσσῶν, Ἰω. Δαμ. 1, 680.
}}
{{grml
|mltxt=[[γλωσσοπύρσευτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] πύρινων γλωσσών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]] <span style="color: red;">+</span> [[πυρσεύω]] «[[βάζω]] [[φωτιά]], [[καίω]], [[πυρπολώ]]»].
}}
}}

Latest revision as of 06:26, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

γλωσσοπύρσευτος: -ον, ὁ ἔχων εἶδος πεπυρσευμένων γλωσσῶν, Ἰω. Δαμ. 1, 680.

Greek Monolingual

γλωσσοπύρσευτος, -ον (Μ)
αυτός που έχει σχήμα πύρινων γλωσσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + πυρσεύω «βάζω φωτιά, καίω, πυρπολώ»].