ἡδύδειπνος: Difference between revisions
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
(6_16) |
(16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡδύδειπνος''': -ον, δειπνῶν· ἡδονικῶς, πολυδαπάνως, Bon-souper, [[ὄνομα]] παρασίτου, Ἀλκίφρ. 3. 68. | |lstext='''ἡδύδειπνος''': -ον, δειπνῶν· ἡδονικῶς, πολυδαπάνως, Bon-souper, [[ὄνομα]] παρασίτου, Ἀλκίφρ. 3. 68. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡδύδειπνος]], -ον (Α)<br />([[ονομασία]] ενός παρασίτου) αυτός που τρώει με [[γλυκό]] τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δείπνον]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A dainty-supping, name of a parasite, Alciphr.3.68 tit.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδύδειπνος: -ον, δειπνῶν· ἡδονικῶς, πολυδαπάνως, Bon-souper, ὄνομα παρασίτου, Ἀλκίφρ. 3. 68.
Greek Monolingual
ἡδύδειπνος, -ον (Α)
(ονομασία ενός παρασίτου) αυτός που τρώει με γλυκό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + δείπνον].