σκῆνος: Difference between revisions
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκῆνος''': Δωρικ. [[σκᾶνος]], εως, τό, ὡς τὸ [[σκηνή]], [[καλύβη]], [[σκηνή]], κτλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 3071. ΙΙ. τὸ [[σῶμα]] (ὡς [[κατοικητήριον]] τῆς ψυχῆς), Ἱππ. 269. 22., 916Α, Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 133, 40, Πλάτ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 703, Τίμ. Λοκρ. 100Α, 101C, Ε, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ε΄, 1· σκ. μελίσσης Ἀνθ. Π. 9. 404. 2) νεκρὸν [[σῶμα]], [[πτῶμα]], Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 97, 226, 422, κ. ἀλλ.· ἔτι καὶ ἐπὶ ζῴου, σκ. μόσχου Νικ. Ἀλεξιφ. 447, πρβλ. Θηρ. 742· πρβλ. [[σκεῦος]] ΙΙ. | |lstext='''σκῆνος''': Δωρικ. [[σκᾶνος]], εως, τό, ὡς τὸ [[σκηνή]], [[καλύβη]], [[σκηνή]], κτλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 3071. ΙΙ. τὸ [[σῶμα]] (ὡς [[κατοικητήριον]] τῆς ψυχῆς), Ἱππ. 269. 22., 916Α, Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 133, 40, Πλάτ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 703, Τίμ. Λοκρ. 100Α, 101C, Ε, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ε΄, 1· σκ. μελίσσης Ἀνθ. Π. 9. 404. 2) νεκρὸν [[σῶμα]], [[πτῶμα]], Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 97, 226, 422, κ. ἀλλ.· ἔτι καὶ ἐπὶ ζῴου, σκ. μόσχου Νικ. Ἀλεξιφ. 447, πρβλ. Θηρ. 742· πρβλ. [[σκεῦος]] ΙΙ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />tente ; <i>fig.</i> le corps, enveloppe de l’âme ; <i>p. ext.</i> corps mort, cadavre.<br />'''Étymologie:''' [[σκηνή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. σκᾶνος, εος, τό,= σκηνή,
A hut, tent, CIG3071 (Teos). II the body (as the tabernacle of the soul), Hp.Cord.7, Anat.1, Democr.37,187,223, al., Pl.Ax.366a, Ti.Locr.100a,101c, 101e, 2 Ep.Cor.5.1; σ. [μελίσσης] AP9.404 (Antiphil.). 2 dead body, corpse, IG3.1330, 12(5).591 (Ceos), CIG3123 (Teos), etc.; of an animal, μόσχου, ταύρων, Nic.Al.447, Th.742 (pl.).
German (Pape)
[Seite 895] τό, Zelt, Hütte, jeder bedeckte, beschattende od. bedeckende Ort. – Bei den Doriern, bes. bei den Pythagoreern ist σκῆνος der Leib als Behausung, Hülle der Seele, Tim. Locr. 100 a ff., u. öfter, u. Sp., wie Nic. Th. 742 Ael. H. A. 5, 3. 12, 17; sogar σκῆνος μελίσσης, Antiphil. 29 (IX, 404).
Greek (Liddell-Scott)
σκῆνος: Δωρικ. σκᾶνος, εως, τό, ὡς τὸ σκηνή, καλύβη, σκηνή, κτλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 3071. ΙΙ. τὸ σῶμα (ὡς κατοικητήριον τῆς ψυχῆς), Ἱππ. 269. 22., 916Α, Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 133, 40, Πλάτ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 703, Τίμ. Λοκρ. 100Α, 101C, Ε, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ε΄, 1· σκ. μελίσσης Ἀνθ. Π. 9. 404. 2) νεκρὸν σῶμα, πτῶμα, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 97, 226, 422, κ. ἀλλ.· ἔτι καὶ ἐπὶ ζῴου, σκ. μόσχου Νικ. Ἀλεξιφ. 447, πρβλ. Θηρ. 742· πρβλ. σκεῦος ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
tente ; fig. le corps, enveloppe de l’âme ; p. ext. corps mort, cadavre.
Étymologie: σκηνή.