καταγράφω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταγράφω''': ᾰ: μέλλ. ψω, [[νύττω]], [[κολάπτω]], καταξύνω, ποιῶ ἀμυχάς, χαράττω, ὡς τὸ [[καταμύσσω]], Ἡρόδ. 3. 108 ([[ἔνθα]] εἷς ἐκ τῶν κωδίκων ἔχει [[καταγνάφω]]), Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 10. 3· ἱπτάμενος δὲ οὔποτε δένδρεα κεῖνα κατέγραφεν (δηλ. ἔπληττεν) ἰὸς [[ἀλήτης]] Νόνν. Δ. 21. 327· κατέγραφεν [[ἠέρα]] ταρσῷ, ἐλαφρῶς διέσχιζεν, [[αὐτόθι]] 4. 407, πρβλ. Τρυφιόδ. 669. 2) ἐγχαράττω, [[γράφω]], νόμους εἰς ἄξονας Πλουτ. Σόλ. 25, πρβλ. Πολύβ. 5. 9, 4· ὅρκια ὁ αὐτ. 29. 2, 6· (ἡ Ἀττ. [[λέξις]] [[εἶναι]] [[ἀναγράφω]])· ― ἰχνογραφῶ, σχεδιογραφῶ, Παυσ. 1. 28, 2· [[περιγράφω]], Διον. ΙΙ. 707. 3) πληρῶ τι διὰ γραμμάτων, στήλην… Ἑλληνικοῖς γράμμασι καταγεγραμμένην Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. α΄, 7· ζωγραφῶ, εὐανθέσι βαφαῖς χρωμάτων κατέγραψαν ὁ αὐτ. ἐν Ἔρωσι. ΙΙ. [[καταγράφω]], ὡς καὶ νῦν, Θρῄσσαις ἐν σανίσιν τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν [[γῆρυς]] Εὐρ. Ἀλκ. 969. 2) [[ἀναγράφω]], μνήμας εἰς τὸν [[ἔπειτα]] χρόνον Πλάτ. Νόμ. 741C· χορηγοὺς κ. τινὰς Ἀριστ. Οἰκ. 2. 32· ἄνδρας οὓς ἔδει θνήσκειν Πλουτ. Κικ. 46· ― ἰδίως [[ἐγγράφω]] ὡς στρατιώτην, Πολύβ. 1. 49, 2, κτλ.· [[οὕτως]] ἐπὶ ὅρκου καὶ ὁμήρων, καταγραφῆναι, νὰ ἐγγραφῶσι, σημειωθῶσιν, ὁ αὐτ. 29. 2, 6· Σαπφὼ ἐν Μούσαις [[δεκάτη]] καταγράφεται Ἀνθ. Π. 9. 571. ― Μέσ., ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ ἐγγραφῶ, ἑαυτὸν ἐπὶ φυλῆς Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2139b. 43. 3) διὰ ἐγγράφου διαταγῆς συγκαλῶ, [[κοινοβούλιον]] Πολύβ. 28. 16, 1· ― μετ᾿ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[διαγράφω]] ἐκ τῶν προτέρων ἢ [[ὁρίζω]], θεσμὸν ἀνάγκης ὅσιον καταγράψασα μένειν ἐπὶ τῆς οἰκείας φύσεως Λουκ. Ἔρωτ. 19. 4) παραχωρῶ ἐγγράφως, Λατ. mansipere, Πλούτ. 2. 482C· ― [[καθόλου]], προμηθοῦμαι, καταγράφων ἑαυτῷ λύτρα πλεῖστα [[ὑπὲρ]] τῆς κόρης ἢ [[χρυσίον]] πάμπολυ Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.· μετ᾿ ἀπαρ., ὑπολογίζω, [[λογαριάζω]], [[ἐλπίζω]], [[δεῖπνον]] ἕξειν… ἑαυτῷ καὶ τοῖς παισὶ κατέγραφε ὁ αὐτ. περὶ Ζ. 7. 11.
|lstext='''καταγράφω''': ᾰ: μέλλ. ψω, [[νύττω]], [[κολάπτω]], καταξύνω, ποιῶ ἀμυχάς, χαράττω, ὡς τὸ [[καταμύσσω]], Ἡρόδ. 3. 108 ([[ἔνθα]] εἷς ἐκ τῶν κωδίκων ἔχει [[καταγνάφω]]), Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 10. 3· ἱπτάμενος δὲ οὔποτε δένδρεα κεῖνα κατέγραφεν (δηλ. ἔπληττεν) ἰὸς [[ἀλήτης]] Νόνν. Δ. 21. 327· κατέγραφεν [[ἠέρα]] ταρσῷ, ἐλαφρῶς διέσχιζεν, [[αὐτόθι]] 4. 407, πρβλ. Τρυφιόδ. 669. 2) ἐγχαράττω, [[γράφω]], νόμους εἰς ἄξονας Πλουτ. Σόλ. 25, πρβλ. Πολύβ. 5. 9, 4· ὅρκια ὁ αὐτ. 29. 2, 6· (ἡ Ἀττ. [[λέξις]] [[εἶναι]] [[ἀναγράφω]])· ― ἰχνογραφῶ, σχεδιογραφῶ, Παυσ. 1. 28, 2· [[περιγράφω]], Διον. ΙΙ. 707. 3) πληρῶ τι διὰ γραμμάτων, στήλην… Ἑλληνικοῖς γράμμασι καταγεγραμμένην Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. α΄, 7· ζωγραφῶ, εὐανθέσι βαφαῖς χρωμάτων κατέγραψαν ὁ αὐτ. ἐν Ἔρωσι. ΙΙ. [[καταγράφω]], ὡς καὶ νῦν, Θρῄσσαις ἐν σανίσιν τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν [[γῆρυς]] Εὐρ. Ἀλκ. 969. 2) [[ἀναγράφω]], μνήμας εἰς τὸν [[ἔπειτα]] χρόνον Πλάτ. Νόμ. 741C· χορηγοὺς κ. τινὰς Ἀριστ. Οἰκ. 2. 32· ἄνδρας οὓς ἔδει θνήσκειν Πλουτ. Κικ. 46· ― ἰδίως [[ἐγγράφω]] ὡς στρατιώτην, Πολύβ. 1. 49, 2, κτλ.· [[οὕτως]] ἐπὶ ὅρκου καὶ ὁμήρων, καταγραφῆναι, νὰ ἐγγραφῶσι, σημειωθῶσιν, ὁ αὐτ. 29. 2, 6· Σαπφὼ ἐν Μούσαις [[δεκάτη]] καταγράφεται Ἀνθ. Π. 9. 571. ― Μέσ., ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ ἐγγραφῶ, ἑαυτὸν ἐπὶ φυλῆς Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2139b. 43. 3) διὰ ἐγγράφου διαταγῆς συγκαλῶ, [[κοινοβούλιον]] Πολύβ. 28. 16, 1· ― μετ᾿ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[διαγράφω]] ἐκ τῶν προτέρων ἢ [[ὁρίζω]], θεσμὸν ἀνάγκης ὅσιον καταγράψασα μένειν ἐπὶ τῆς οἰκείας φύσεως Λουκ. Ἔρωτ. 19. 4) παραχωρῶ ἐγγράφως, Λατ. mansipere, Πλούτ. 2. 482C· ― [[καθόλου]], προμηθοῦμαι, καταγράφων ἑαυτῷ λύτρα πλεῖστα [[ὑπὲρ]] τῆς κόρης ἢ [[χρυσίον]] πάμπολυ Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.· μετ᾿ ἀπαρ., ὑπολογίζω, [[λογαριάζω]], [[ἐλπίζω]], [[δεῖπνον]] ἕξειν… ἑαυτῷ καὶ τοῖς παισὶ κατέγραφε ὁ αὐτ. περὶ Ζ. 7. 11.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> égratigner, écorcher;<br /><b>II.</b> faire le tracé de :<br /><b>1</b> peindre;<br /><b>2</b> graver;<br /><b>3</b> inscrire, dresser une liste ; <i>p. ext.</i> assigner par écrit;<br /><b>4</b> prescrire ; avec l’inf. compter, calculer que.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[γράφω]].
}}
}}