ἀναπτύσσω: Difference between revisions
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναπτύσσω''': μέλλ. -πτύξω: ἀόρ. παθ. ἀνεπτύχθην Ἱππ. 57. 16, ἀλλὰ καὶ -επτύγην 558. 27: (ἴδε [[πτύσσω]]). ἀνελίττω, ἐξελίττω, ἀνοίγω, [[ἐκτυλίσσω]] τοὺς κυλίνδρους, ἐφ’ ὧν ἐργάφοντο τὰ βιβλία, ἑπομ. ὡς τὸ Λατ. evolvere, [[ἐκτυλίσσω]], ἀνοίγω πρὸς ἀνάγνωσιν, ἀν. τὸ [[βιβλίον]] Ἡρόδ. 1. 125, πρβλ. 48· δέλτων ἀναπτύσσοιμι γῆρυν Εὐρ. Ἀποσπ. 370: ― [[ὡσαύτως]], ἀν. πύλας, [[κύτος]], «ξεκλειδώνω», ἀνοίγω, Εὐρ. Ι. Τ. 1286, Ἴων 39· χλαμύδα Πλουτ. Δημήτρ. 42· ἔτι δὲ καὶ [[χεῖλος]] Ὀππ. Ἁλ. 3. 247· ἀναπτύξας χέρας, μὲ ἀνοικτὰς ἀγκάλας, Εὐρ. Ἱππ. 1190: ― Παθ., ξεδιπλώνομαι, ἀνοίγομαι, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 11, καὶ ἀλλ. 2) [[ἐκτυλίσσω]], [[ἀποκαλύπτω]], φανερώνω, Λατ. explicare, πᾶν ἀν. [[πάθος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 254, 294· πάντ’ ἀναπτύσσει [[χρόνος]] Σοφ. Ἀποσπ. 284· ἀν. πρὸς φῶς ὁ αὐτ. Ἠλ. 639, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1256· φρένα [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. Τρῳ. 657· κῆρ Μόσχ. 4. 51· ΙΙ. ὡς στρατιωτ. ὅρος [[ἀναπτύσσω]] τὴν φάλαγγα, [[κάμπτω]] τὴν φάλαγγα [[ἑκατέρωθεν]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] καὶ καθιστῶ αὐτὴν διπλῆν, [[ἤτοι]] δίδω εἰς αὐτὴν διπλοῦν [[βάθος]], Γαλλ. replier, Ξεν. Κύρ. 7. 8, 3· ἀλλὰ τἀνάπαλιν, ἀναπτύσσειν τὸ [[κέρας]], ἀνελίσσειν, ἐπεκτείνειν αὐτὸ [[ὅπως]] τὸ [[μέτωπον]] τῆς φάλαγγος καταστῇ ἐκτενέστερον, Γαλλ. déployer, Λατ. explicare (Οὐεργιλ. Γ. 2. 280), Ξεν. Ἀν. 1. 10, 9 ([[ἔνθα]] ἴδε Krüger), Πλουτ. Πελοπ. 23. | |lstext='''ἀναπτύσσω''': μέλλ. -πτύξω: ἀόρ. παθ. ἀνεπτύχθην Ἱππ. 57. 16, ἀλλὰ καὶ -επτύγην 558. 27: (ἴδε [[πτύσσω]]). ἀνελίττω, ἐξελίττω, ἀνοίγω, [[ἐκτυλίσσω]] τοὺς κυλίνδρους, ἐφ’ ὧν ἐργάφοντο τὰ βιβλία, ἑπομ. ὡς τὸ Λατ. evolvere, [[ἐκτυλίσσω]], ἀνοίγω πρὸς ἀνάγνωσιν, ἀν. τὸ [[βιβλίον]] Ἡρόδ. 1. 125, πρβλ. 48· δέλτων ἀναπτύσσοιμι γῆρυν Εὐρ. Ἀποσπ. 370: ― [[ὡσαύτως]], ἀν. πύλας, [[κύτος]], «ξεκλειδώνω», ἀνοίγω, Εὐρ. Ι. Τ. 1286, Ἴων 39· χλαμύδα Πλουτ. Δημήτρ. 42· ἔτι δὲ καὶ [[χεῖλος]] Ὀππ. Ἁλ. 3. 247· ἀναπτύξας χέρας, μὲ ἀνοικτὰς ἀγκάλας, Εὐρ. Ἱππ. 1190: ― Παθ., ξεδιπλώνομαι, ἀνοίγομαι, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 11, καὶ ἀλλ. 2) [[ἐκτυλίσσω]], [[ἀποκαλύπτω]], φανερώνω, Λατ. explicare, πᾶν ἀν. [[πάθος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 254, 294· πάντ’ ἀναπτύσσει [[χρόνος]] Σοφ. Ἀποσπ. 284· ἀν. πρὸς φῶς ὁ αὐτ. Ἠλ. 639, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1256· φρένα [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. Τρῳ. 657· κῆρ Μόσχ. 4. 51· ΙΙ. ὡς στρατιωτ. ὅρος [[ἀναπτύσσω]] τὴν φάλαγγα, [[κάμπτω]] τὴν φάλαγγα [[ἑκατέρωθεν]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] καὶ καθιστῶ αὐτὴν διπλῆν, [[ἤτοι]] δίδω εἰς αὐτὴν διπλοῦν [[βάθος]], Γαλλ. replier, Ξεν. Κύρ. 7. 8, 3· ἀλλὰ τἀνάπαλιν, ἀναπτύσσειν τὸ [[κέρας]], ἀνελίσσειν, ἐπεκτείνειν αὐτὸ [[ὅπως]] τὸ [[μέτωπον]] τῆς φάλαγγος καταστῇ ἐκτενέστερον, Γαλλ. déployer, Λατ. explicare (Οὐεργιλ. Γ. 2. 280), Ξεν. Ἀν. 1. 10, 9 ([[ἔνθα]] ἴδε Krüger), Πλουτ. Πελοπ. 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀναπτύξω, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> ([[ἀνά]], en haut);<br /><b>1</b> déplier, déployer ; [[βιβλίον]] HDT les colonnes <i>ou</i> les feuillets d’un livre, dérouler un papyrus ; [[χέρας]] EUR étendre les bras ; πύλας EUR ouvrir une porte ; [[ἀν]]. πρὸς τὸ [[φῶς]] SOPH produire à la lumière du jour ; πὰν δ’ ἀναπτύξας [[πάθος]] ESCHL après avoir dévoilé toute l’étendue de notre malheur;<br /><b>2</b> <i>t. milit.</i> [[κέρας]] [[ἀν]]. XÉN déployer l’aile d’une armée, <i>càd</i> étendre la ligne en amenant des troupes de l’arrière sur le front;<br /><b>II.</b> ([[ἀνά]], en arrière) <i>t. milit.</i> [[ἀν]]. τὴν φάλαγγα XÉN replier la phalange, <i>càd</i> la rendre plus profonde en reportant des troupes du front sur les derrières.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πτύσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
pf. inf. Pass.
A ἀνεπτύχθαι E.El.357: aor. Pass. ἀνεπτύχθην Hp.Judic.3, but -επτύγην Int.48:—unfold the rollson which books were written, open for reading, ἀ. τὸ βιβλίον Hdt.1.125, cf. 48; δέλτων ἀναπτύσσοιμι γῆρυν E.Fr.370: also ἀ. πύλας, κύτος, undo, open, E.IT1286, Ion39; χλαμύδα Plu.Demetr.42; even χεῖλος Opp.H.3.247; ἀναπτύξασ χέρας with arms outspread, E.Hipp.1190; σεισμοὶ -ξαντες τὴν ἁρμονίαν τῶν ὀρῶν Philostr.Im.2.17:—Med., fold up, Arist.PA664b27, al. b cut open, of freshly killed animals, Pherecyd 97 J., Philum.Ven.17.3, PMag.Leid.V.10.1, etc. c ruminate, chew, Opp.H.1.137. 2 unfold, disclose, πᾶν ἀ. πάθος A.Pers. 254, 294; πάντ' ἀναπτύσσει χρόνος S.Fr.301; ἀ. πρὸς φῶς Id.El.639, cf. E.HF1256; φρένα πρός τινα Id.Tr.662: in later Prose, Porph. Antr.4. II as military term, τὴν φάλαγγα ἀ. fold back the phalanx, i.e. deepen it by countermarching from front to rear, X.Cyr.7.5.3; conversely, τὸ κέρας ἀ. open out the wing, i.e. extend the line by countermarching from rear to front, X.An.1.10.9, cf. Plu.Pel.23, Arr.Tact.9.5.
German (Pape)
[Seite 204] entfalten, entwickeln, alles Aufgerollte oder Gefaltete, z. B. Bücherrollen, Her. 1, 48. 125; χιτῶνος πτέρυγας Plut. Lyc. et Num. 3; χλαμύδα Demetr. 42; öffnen, Xen. Hier. 2, 4, ἀνεπτυγμένα = φανερά, u. bei Arist. ὄμμα, dem συμμεμυκός entgegengesetzt; χεῖλος Opp. H. 3, 247; πύλας Eur. I. T. 1286; φρένα Tr. 657; κῆρ πρός τινα Mosch. 4, 161; φάλαγγα Xen. Cyr. 7, 5, 3, die Phalaur abwickeln, so daß die Soldaten rechts u. links abfallen u. sich hinter einander aufstellen, wodurch die Schlachtordnung tiefer wird. τὸ κέρας ἀναπτύσσειν An. 1, 10, 9, die Flügel aufmarschiren lassen; vgl. Plut. Pelop. 23. – Uebertr., auseinandersetzen, erklären, Aesch. πάθος, Pers. 250. 286; πρὸς τὸ φῶς Soph. El. 629; – φορβήν, die Speise wiederkäuen, Opp. H. 1, 137.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπτύσσω: μέλλ. -πτύξω: ἀόρ. παθ. ἀνεπτύχθην Ἱππ. 57. 16, ἀλλὰ καὶ -επτύγην 558. 27: (ἴδε πτύσσω). ἀνελίττω, ἐξελίττω, ἀνοίγω, ἐκτυλίσσω τοὺς κυλίνδρους, ἐφ’ ὧν ἐργάφοντο τὰ βιβλία, ἑπομ. ὡς τὸ Λατ. evolvere, ἐκτυλίσσω, ἀνοίγω πρὸς ἀνάγνωσιν, ἀν. τὸ βιβλίον Ἡρόδ. 1. 125, πρβλ. 48· δέλτων ἀναπτύσσοιμι γῆρυν Εὐρ. Ἀποσπ. 370: ― ὡσαύτως, ἀν. πύλας, κύτος, «ξεκλειδώνω», ἀνοίγω, Εὐρ. Ι. Τ. 1286, Ἴων 39· χλαμύδα Πλουτ. Δημήτρ. 42· ἔτι δὲ καὶ χεῖλος Ὀππ. Ἁλ. 3. 247· ἀναπτύξας χέρας, μὲ ἀνοικτὰς ἀγκάλας, Εὐρ. Ἱππ. 1190: ― Παθ., ξεδιπλώνομαι, ἀνοίγομαι, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 11, καὶ ἀλλ. 2) ἐκτυλίσσω, ἀποκαλύπτω, φανερώνω, Λατ. explicare, πᾶν ἀν. πάθος Αἰσχύλ. Πέρσ. 254, 294· πάντ’ ἀναπτύσσει χρόνος Σοφ. Ἀποσπ. 284· ἀν. πρὸς φῶς ὁ αὐτ. Ἠλ. 639, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1256· φρένα πρός τινα ὁ αὐτ. Τρῳ. 657· κῆρ Μόσχ. 4. 51· ΙΙ. ὡς στρατιωτ. ὅρος ἀναπτύσσω τὴν φάλαγγα, κάμπτω τὴν φάλαγγα ἑκατέρωθεν πρὸς τὰ ὀπίσω καὶ καθιστῶ αὐτὴν διπλῆν, ἤτοι δίδω εἰς αὐτὴν διπλοῦν βάθος, Γαλλ. replier, Ξεν. Κύρ. 7. 8, 3· ἀλλὰ τἀνάπαλιν, ἀναπτύσσειν τὸ κέρας, ἀνελίσσειν, ἐπεκτείνειν αὐτὸ ὅπως τὸ μέτωπον τῆς φάλαγγος καταστῇ ἐκτενέστερον, Γαλλ. déployer, Λατ. explicare (Οὐεργιλ. Γ. 2. 280), Ξεν. Ἀν. 1. 10, 9 (ἔνθα ἴδε Krüger), Πλουτ. Πελοπ. 23.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναπτύξω, etc.
I. (ἀνά, en haut);
1 déplier, déployer ; βιβλίον HDT les colonnes ou les feuillets d’un livre, dérouler un papyrus ; χέρας EUR étendre les bras ; πύλας EUR ouvrir une porte ; ἀν. πρὸς τὸ φῶς SOPH produire à la lumière du jour ; πὰν δ’ ἀναπτύξας πάθος ESCHL après avoir dévoilé toute l’étendue de notre malheur;
2 t. milit. κέρας ἀν. XÉN déployer l’aile d’une armée, càd étendre la ligne en amenant des troupes de l’arrière sur le front;
II. (ἀνά, en arrière) t. milit. ἀν. τὴν φάλαγγα XÉN replier la phalange, càd la rendre plus profonde en reportant des troupes du front sur les derrières.
Étymologie: ἀνά, πτύσσω.