προσκολλητός: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(6_11)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκολλητός''': -ή, -όν, προσκεκολλημμένος εἴς τι, «[[κολλητός]]», Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 771.
|lstext='''προσκολλητός''': -ή, -όν, προσκεκολλημμένος εἴς τι, «[[κολλητός]]», Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 771.
}}
{{grml
|mltxt=και προσκολλατός, -όν, Α [[προσκολλῶ]]<br /><b>1.</b> προσκολλημένος<br /><b>2.</b> (για μικρό [[κτήριο]]) προσαρτημένος στο κύριο [[οικοδόμημα]] («τὸ [[ἐποίκιον]] τὸ κτιζόμενον προσκολλατόν», πάπ.).
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκολλητός Medium diacritics: προσκολλητός Low diacritics: προσκολλητός Capitals: ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΤΟΣ
Transliteration A: proskollētós Transliteration B: proskollētos Transliteration C: proskollitos Beta Code: proskollhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A gloss on ἀρτίκολλος, Sch.S.Tr. 768.

German (Pape)

[Seite 770] angeleimt, Schol. Soph. Trach. 771.

Greek (Liddell-Scott)

προσκολλητός: -ή, -όν, προσκεκολλημμένος εἴς τι, «κολλητός», Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 771.

Greek Monolingual

και προσκολλατός, -όν, Α προσκολλῶ
1. προσκολλημένος
2. (για μικρό κτήριο) προσαρτημένος στο κύριο οικοδόμημα («τὸ ἐποίκιον τὸ κτιζόμενον προσκολλατόν», πάπ.).