ψιλωτής: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψῑλωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ χρώμενος ψιλῷ πνεύματι ἢ γράμματι ἐν τῷ γράφειν τι, Τζέτζ. Ἱστ. 11. 52. | |lstext='''ψῑλωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ χρώμενος ψιλῷ πνεύματι ἢ γράμματι ἐν τῷ γράφειν τι, Τζέτζ. Ἱστ. 11. 52. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜ [[ψιλῶ]]<br />αυτός που αποψιλώνει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> α) παλαιότερη [[ονομασία]] γένους δίπτερων εντόμων<br />β) παλαιότερη [[ονομασία]] γένους κολεόπτερων εντόμων<br /><b>μσν.</b><br /><b>γραμμ.</b> α) αυτός που χρησιμοποιεί [[ψιλή]] [[αντί]] της δασείας («ψιλωταὶ οἱ Ἴωνες», Τζέτζ.)<br />β) αυτός που προφέρει ή γράφει με ψιλό [[σύμφωνο]], λ.χ. με <i>κ</i> [[αντί]] του <i>χ</i> («τῶν ψιλωτῶν γὰρ οὖτοι καὶ [[σπανιάκις]] Ἀττικοὶ ψιλοῡσι καὶ [[δασέα]]», Τζέτζ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who writes or pronounces with the spiritus lenis, or litterae tenues, Tz.H.11.52.
German (Pape)
[Seite 1400] ὁ, 1) der entblößt, beraubt, bes. der von Haaren entblößt, kahl macht, od. der der Waffen beraubt. – 2) der mit dem spiritus lenis ausspricht, schreibt.
Greek (Liddell-Scott)
ψῑλωτής: -οῦ, ὁ, ὁ χρώμενος ψιλῷ πνεύματι ἢ γράμματι ἐν τῷ γράφειν τι, Τζέτζ. Ἱστ. 11. 52.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ ψιλῶ
αυτός που αποψιλώνει
νεοελλ.
ζωολ. α) παλαιότερη ονομασία γένους δίπτερων εντόμων
β) παλαιότερη ονομασία γένους κολεόπτερων εντόμων
μσν.
γραμμ. α) αυτός που χρησιμοποιεί ψιλή αντί της δασείας («ψιλωταὶ οἱ Ἴωνες», Τζέτζ.)
β) αυτός που προφέρει ή γράφει με ψιλό σύμφωνο, λ.χ. με κ αντί του χ («τῶν ψιλωτῶν γὰρ οὖτοι καὶ σπανιάκις Ἀττικοὶ ψιλοῡσι καὶ δασέα», Τζέτζ.).