ἐρίβομβος: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
(6_16) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρίβομβος''': -ον, [[μεγάλως]], ἰσχυρῶς βομβῶν, [[μέλισσα]] Ὀρφ. Ἀποσπ. 49. | |lstext='''ἐρίβομβος''': -ον, [[μεγάλως]], ἰσχυρῶς βομβῶν, [[μέλισσα]] Ὀρφ. Ἀποσπ. 49. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐρίβομβος]], -ον (Α)<br />αυτός που βουίζει [[δυνατά]] («ἐρίβομβοι μέλισσαι», <b>Ορφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> [[βόμβος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A loud-buzzing, μέλισσαι Orph.Fr.154,189.
German (Pape)
[Seite 1027] sehr summend, die Biene, Orph. frg. 49.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίβομβος: -ον, μεγάλως, ἰσχυρῶς βομβῶν, μέλισσα Ὀρφ. Ἀποσπ. 49.
Greek Monolingual
ἐρίβομβος, -ον (Α)
αυτός που βουίζει δυνατά («ἐρίβομβοι μέλισσαι», Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + βόμβος.