Κασταλία: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Κασταλία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[περίφημος]] πηγὴ ἢ [[κρήνη]] τῶν Μουσῶν ἐπὶ τοῦ ὄρους Παρνασσοῦ, ὑπὸ τῇ Ὑαπείῃ κορυφῇ Ἡρόδ. 8. 39· Φοῖβε, Παρνασσοῦ κράναν Κασταλίαν φιλέων Πινδ. Π. 1. 75· Κασταλίας [[νᾶμα]] Σοφ. Ἀντ. 1130· Κασταλίας [[ὕδωρ]] Εὐρ. Φοίν. 230· Κασταλίας ῥεέθρων ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1257· τὰς Κασταλίας ἀργυροειδέας δίνας ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 95-· «δοῦναι δὲ τὸ [[ὄνομα]] τῇ πηγῇ γυναῖκα λέγουσιν ἐπιχωρίαν, οἱ δὲ ἄνδρα Καστάλιον. Πανίας δὲ θυγατέρα Ἀχελῴου τὴν Κασταλίαν φησὶν [[εἶναι]]» Παυσ. 10. 8, 9. (Πιθανῶς συγγενὲς τῷ [[καθαρός]], Λατ. castus).
|lstext='''Κασταλία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[περίφημος]] πηγὴ ἢ [[κρήνη]] τῶν Μουσῶν ἐπὶ τοῦ ὄρους Παρνασσοῦ, ὑπὸ τῇ Ὑαπείῃ κορυφῇ Ἡρόδ. 8. 39· Φοῖβε, Παρνασσοῦ κράναν Κασταλίαν φιλέων Πινδ. Π. 1. 75· Κασταλίας [[νᾶμα]] Σοφ. Ἀντ. 1130· Κασταλίας [[ὕδωρ]] Εὐρ. Φοίν. 230· Κασταλίας ῥεέθρων ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1257· τὰς Κασταλίας ἀργυροειδέας δίνας ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 95-· «δοῦναι δὲ τὸ [[ὄνομα]] τῇ πηγῇ γυναῖκα λέγουσιν ἐπιχωρίαν, οἱ δὲ ἄνδρα Καστάλιον. Πανίας δὲ θυγατέρα Ἀχελῴου τὴν Κασταλίαν φησὶν [[εἶναι]]» Παυσ. 10. 8, 9. (Πιθανῶς συγγενὲς τῷ [[καθαρός]], Λατ. castus).
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />Castalie, <i>fontaine du Parnasse, à Delphes</i>.<br />'''Étymologie:'''.
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Καστᾰλία Medium diacritics: Κασταλία Low diacritics: Κασταλία Capitals: ΚΑΣΤΑΛΙΑ
Transliteration A: Kastalía Transliteration B: Kastalia Transliteration C: Kastalia Beta Code: *kastali/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, the spring of the Muses on Mt. Parnassus, Hdt.8.39, Pi.P.1.39, etc.

Greek (Liddell-Scott)

Κασταλία: Ἰων. -ίη, ἡ, περίφημος πηγὴ ἢ κρήνη τῶν Μουσῶν ἐπὶ τοῦ ὄρους Παρνασσοῦ, ὑπὸ τῇ Ὑαπείῃ κορυφῇ Ἡρόδ. 8. 39· Φοῖβε, Παρνασσοῦ κράναν Κασταλίαν φιλέων Πινδ. Π. 1. 75· Κασταλίας νᾶμα Σοφ. Ἀντ. 1130· Κασταλίας ὕδωρ Εὐρ. Φοίν. 230· Κασταλίας ῥεέθρων ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1257· τὰς Κασταλίας ἀργυροειδέας δίνας ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 95-· «δοῦναι δὲ τὸ ὄνομα τῇ πηγῇ γυναῖκα λέγουσιν ἐπιχωρίαν, οἱ δὲ ἄνδρα Καστάλιον. Πανίας δὲ θυγατέρα Ἀχελῴου τὴν Κασταλίαν φησὶν εἶναι» Παυσ. 10. 8, 9. (Πιθανῶς συγγενὲς τῷ καθαρός, Λατ. castus).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Castalie, fontaine du Parnasse, à Delphes.
Étymologie:.