ἱππόκαμπος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱππόκαμπος''': ὁ, [[τέρας]] τι ἔχον [[σῶμα]] ἵππου καὶ οὐρὰν ἰχθύος ἐφ’ οὗ οἱ θαλάσσιοι θεοὶ ὠχοῦντο, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 211˙ ἑστήκει [[Ποσειδῶν]] [[χάλκεος]], ἔχων ἱππ. ἐν τῇ χειρὶ Στράβ. 384, Φιλόστρ. 774. 2) μικρὸν θαλάσσιον [[ζῷον]], ὁ [[θαλάσσιος]] [[ἵππος]], Διοσκ. 2. 3, Αἰλ. π. Ζ. 14. 20, κτλ.
|lstext='''ἱππόκαμπος''': ὁ, [[τέρας]] τι ἔχον [[σῶμα]] ἵππου καὶ οὐρὰν ἰχθύος ἐφ’ οὗ οἱ θαλάσσιοι θεοὶ ὠχοῦντο, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 211˙ ἑστήκει [[Ποσειδῶν]] [[χάλκεος]], ἔχων ἱππ. ἐν τῇ χειρὶ Στράβ. 384, Φιλόστρ. 774. 2) μικρὸν θαλάσσιον [[ζῷον]], ὁ [[θαλάσσιος]] [[ἵππος]], Διοσκ. 2. 3, Αἰλ. π. Ζ. 14. 20, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />cheval marin <i>ou</i> hippocampe, <i>petit poisson de mer</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], κάμπη.
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππόκαμπος Medium diacritics: ἱππόκαμπος Low diacritics: ιππόκαμπος Capitals: ΙΠΠΟΚΑΜΠΟΣ
Transliteration A: hippókampos Transliteration B: hippokampos Transliteration C: ippokampos Beta Code: i(ppo/kampos

English (LSJ)

ὁ,

   A monster with horse's body and fish's tail, on which the sea-gods rode, Men.831; ἑστήκει Ποσειδῶν χάλκεος, ἔχων ἱ. ἐν τῇ χειρί Str.8.7.2, cf. Philostr.Im.1.8.    2 a small fish, the sea-horse, Dsc.2.3, Ael.NA14.20, Gal.12.362.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππόκαμπος: ὁ, τέρας τι ἔχον σῶμα ἵππου καὶ οὐρὰν ἰχθύος ἐφ’ οὗ οἱ θαλάσσιοι θεοὶ ὠχοῦντο, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 211˙ ἑστήκει Ποσειδῶν χάλκεος, ἔχων ἱππ. ἐν τῇ χειρὶ Στράβ. 384, Φιλόστρ. 774. 2) μικρὸν θαλάσσιον ζῷον, ὁ θαλάσσιος ἵππος, Διοσκ. 2. 3, Αἰλ. π. Ζ. 14. 20, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cheval marin ou hippocampe, petit poisson de mer.
Étymologie: ἵππος, κάμπη.