Κύπριος: Difference between revisions
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Κύπριος''': -α, -ον, ὁ ἐκ Κύπρου, Ἡρόδ. κλ.· [[λίθος]] Κ., [[εἶδος]] πολυτίμου λίθου, πιθαν. ἡ [[σμάραγδος]], Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 689Β· πρβλ. Θεοφρ. π. Λίθ. 25 καὶ 35, Πλίν. 37. 17· Κ. ἄρτοι ἦσαν διάσημοι, Εὔβουλ. ἐν «Ὀρθάνῃ» 2· [[ὡσαύτως]], Κ. παραπετάσματα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 520· καὶ παστὸς [[ἰχθὺς]] ἐκ Κύπρου, [[τάριχον]], Ποσείδιππ. ἐν «Μεταφερομένοις» 2· [[βοῦς]] Κ., παροιμ. ἐπὶ ἀδηφάγου ἀνθρώπου, Παροιμιογρ., Σουΐδ, κλ. ΙΙ. Κύπρια, τά, ἐπικόν τι [[ποίημα]] εἰσαγωγικὸν εἰς τὴν Ἰλ., ἀρχόμενον ἀπὸ τοῦ γάμου τοῦ Πηλέως [[μετὰ]] τῆς Θέτιδος, Ἡρόδ. 2. 117, Ἀριστ. Ποιητ. 23, 6. | |lstext='''Κύπριος''': -α, -ον, ὁ ἐκ Κύπρου, Ἡρόδ. κλ.· [[λίθος]] Κ., [[εἶδος]] πολυτίμου λίθου, πιθαν. ἡ [[σμάραγδος]], Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 689Β· πρβλ. Θεοφρ. π. Λίθ. 25 καὶ 35, Πλίν. 37. 17· Κ. ἄρτοι ἦσαν διάσημοι, Εὔβουλ. ἐν «Ὀρθάνῃ» 2· [[ὡσαύτως]], Κ. παραπετάσματα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 520· καὶ παστὸς [[ἰχθὺς]] ἐκ Κύπρου, [[τάριχον]], Ποσείδιππ. ἐν «Μεταφερομένοις» 2· [[βοῦς]] Κ., παροιμ. ἐπὶ ἀδηφάγου ἀνθρώπου, Παροιμιογρ., Σουΐδ, κλ. ΙΙ. Κύπρια, τά, ἐπικόν τι [[ποίημα]] εἰσαγωγικὸν εἰς τὴν Ἰλ., ἀρχόμενον ἀπὸ τοῦ γάμου τοῦ Πηλέως [[μετὰ]] τῆς Θέτιδος, Ἡρόδ. 2. 117, Ἀριστ. Ποιητ. 23, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />de Chypre ; [[οἱ]] Κύπριοι les Cypriotes ; τὰ Κύπρια les Chants cypriens, <i>poème cyclique</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Κύπρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A of Cyprus, Cyprian, Pi.P.2.16, Hdt.3.19, etc.; λίθος K., a kind of σμάραγδος (found in Cyprus, Thphr.Lap.25), Achae.5, cf. Plin.HN37.66; K. ἄρτοι Eub.77; K. παραπέτασμα Ar.Fr.611; K. τάριχος Posidipp.17; βοῦς K., prov. of an unclean feeder, Diogenian. 3.49, Suid., etc.; K. κάλαμος, = δόναξ, Dsc.1.85. 2 Κυπρία, ἡ, = Κύπρις, Pi.O.1.75. 3 Κύπρια, τά, an Epic poem introductory to the Il., Hdt.2.117, Arist.Po.1459b2.
Greek (Liddell-Scott)
Κύπριος: -α, -ον, ὁ ἐκ Κύπρου, Ἡρόδ. κλ.· λίθος Κ., εἶδος πολυτίμου λίθου, πιθαν. ἡ σμάραγδος, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 689Β· πρβλ. Θεοφρ. π. Λίθ. 25 καὶ 35, Πλίν. 37. 17· Κ. ἄρτοι ἦσαν διάσημοι, Εὔβουλ. ἐν «Ὀρθάνῃ» 2· ὡσαύτως, Κ. παραπετάσματα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 520· καὶ παστὸς ἰχθὺς ἐκ Κύπρου, τάριχον, Ποσείδιππ. ἐν «Μεταφερομένοις» 2· βοῦς Κ., παροιμ. ἐπὶ ἀδηφάγου ἀνθρώπου, Παροιμιογρ., Σουΐδ, κλ. ΙΙ. Κύπρια, τά, ἐπικόν τι ποίημα εἰσαγωγικὸν εἰς τὴν Ἰλ., ἀρχόμενον ἀπὸ τοῦ γάμου τοῦ Πηλέως μετὰ τῆς Θέτιδος, Ἡρόδ. 2. 117, Ἀριστ. Ποιητ. 23, 6.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Chypre ; οἱ Κύπριοι les Cypriotes ; τὰ Κύπρια les Chants cypriens, poème cyclique.
Étymologie: Κύπρος.