περίσυρμα: Difference between revisions

32
(6_21)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίσυρμα''': τό, ([[περισύρω]] ΙΙ) τὸ διασύρειν, Εὐστ. 1816, 45.
|lstext='''περίσυρμα''': τό, ([[περισύρω]] ΙΙ) τὸ διασύρειν, Εὐστ. 1816, 45.
}}
{{grml
|mltxt=-ύρματος, τὸ, Μ [[περισύρω]]<br />[[διασυρμός]], [[χλευασμός]], [[περιγέλασμα]].
}}
}}