νενέαται: Difference between revisions

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
(6_12)
(5)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''νενέαται''': Ἰων. γ΄ πληθ. παθ. πρκμ. τοῦ νέω, [[ἐπισωρεύω]].
|lstext='''νενέαται''': Ἰων. γ΄ πληθ. παθ. πρκμ. τοῦ νέω, [[ἐπισωρεύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νενέαται:''' Ιων. αντί <i>νένηνται</i>, Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του [[νέω]], [[σωρεύω]].
}}
}}

Revision as of 18:48, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 241] ion. = νένηνται, von νέω, häufen.

Greek (Liddell-Scott)

νενέαται: Ἰων. γ΄ πληθ. παθ. πρκμ. τοῦ νέω, ἐπισωρεύω.

Greek Monotonic

νενέαται: Ιων. αντί νένηνται, Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του νέω, σωρεύω.