ἀσύμφορος: Difference between revisions
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσύμφορος''': παλ. Ἀττ. ἀξύμφορος, ὁ μὴ συμφέρων, [[ἀνωφελής]], [[ἀπρόσφορος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 780: [[μετὰ]] δοτ. μὴ συντελῶν [[πρός]] τι, [[ἐναντίος]] εἴς τι, [[βλαπτικός]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393, Εὐρ. Τρῳ. 491, Ἀντιφῶν 116. 11, Θουκ. 3. 40. ἔς τι ὁ αὐτ. 1. 32· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 2. 91: Ὑπερθ., ἀσυμφορώτατον ὑμῖν [[ἔθος]] εἰσάγειν Δημ. 341. 20. - Ἐπίρρ. -ρως Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 1, Ἀριστ. Πολ. 5. 8, 13. | |lstext='''ἀσύμφορος''': παλ. Ἀττ. ἀξύμφορος, ὁ μὴ συμφέρων, [[ἀνωφελής]], [[ἀπρόσφορος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 780: [[μετὰ]] δοτ. μὴ συντελῶν [[πρός]] τι, [[ἐναντίος]] εἴς τι, [[βλαπτικός]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393, Εὐρ. Τρῳ. 491, Ἀντιφῶν 116. 11, Θουκ. 3. 40. ἔς τι ὁ αὐτ. 1. 32· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 2. 91: Ὑπερθ., ἀσυμφορώτατον ὑμῖν [[ἔθος]] εἰσάγειν Δημ. 341. 20. - Ἐπίρρ. -ρως Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 1, Ἀριστ. Πολ. 5. 8, 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />inutile, nuisible;<br /><i>Sp.</i> ἀσυμφορώτατος.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[σύμφορος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. ἀξ-, ον,
A inconvenient, prejudicial, φυτοῖσιν Hes.Op.782, cf. Hp.Acut.56, Antipho 2.1.10, Th.3.40; ἔς τι Id.1.32; πρός τι Id.2.91: Sup., E.Tr.491; ἀσυμφορώτατον ὑμῖν ἔθος εἰσάγειν D.19.2. Adv. -ρως, ἔχειν X.HG6.3.1; ζῆν πρὸς τὴν πολιτείαν Arist.Pol.1308b21.
German (Pape)
[Seite 380] nicht zuträglich, nicht nützlich, Hes. O. 780; superl. Eur. Tr. 491; oft Prosa, Thuc. 1, 32 Antipho. II α 10 Dem. 24, 25; neben ἀνωφελής Plat. Crat. 147 d; bes. ποιεῖν, συμβουλεύειν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύμφορος: παλ. Ἀττ. ἀξύμφορος, ὁ μὴ συμφέρων, ἀνωφελής, ἀπρόσφορος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 780: μετὰ δοτ. μὴ συντελῶν πρός τι, ἐναντίος εἴς τι, βλαπτικός, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393, Εὐρ. Τρῳ. 491, Ἀντιφῶν 116. 11, Θουκ. 3. 40. ἔς τι ὁ αὐτ. 1. 32· πρός τι ὁ αὐτ. 2. 91: Ὑπερθ., ἀσυμφορώτατον ὑμῖν ἔθος εἰσάγειν Δημ. 341. 20. - Ἐπίρρ. -ρως Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 1, Ἀριστ. Πολ. 5. 8, 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inutile, nuisible;
Sp. ἀσυμφορώτατος.
Étymologie: ἀ, σύμφορος.