ἐκτρέχω: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκτρέχω''': μέλλ. -θρέξομαι ἢ [[δραμοῦμαι]]: - [[τρέχω]] ἔξω, [[ἐξέρχομαι]] τρέχων, [[τρέχω]] εἰς τὰ [[πρόσω]], ἐκ δὲ [[θύραζε]] [[ἔδραμον]] ἀμφ’ Ἀχιλῆα Ἰλ. Σ. 30˙ [[κάμνω]] ἔξοδον, ἐξορμῶ, ἐκ πόλεως Θουκ. 4. 25, κτλ.˙ ἐπί τινα Ἀριστ. Ἀποσπ. 530. 2) δρόμῳ [[οἴχομαι]], [[φεύγω]] τρέχων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 991. 3) ἐπὶ κεράτων, αὐξάνομαι, τὴν φύσιν ἔχειν τῆς αὐξήσεως ὁμαλὴν... καὶ μὴ [[ταχέως]] ἐκδεδραμηκυῖαν Ἀριστ. περὶ Ἀκουστῶν 31: - ἐπὶ φυτῶν, [[ἀναβλαστάνω]], [[ἀνέρχομαι]], «μεγαλώνω», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 15, 5˙ [[μετὰ]] γεν., ἐκτ. τῶν ἄλλων ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8. 1. 4) μετ’ αἰτ., [[ὑπερβαίνω]], τὸν καιρὸν Διογ. Λ. 5. 65˙ ἀπολ. ἐπὶ θυμοῦ, [[ὑπερβαίνω]] τὰ ὅρια, Σοφ. Ο. Κ. 438.
|lstext='''ἐκτρέχω''': μέλλ. -θρέξομαι ἢ [[δραμοῦμαι]]: - [[τρέχω]] ἔξω, [[ἐξέρχομαι]] τρέχων, [[τρέχω]] εἰς τὰ [[πρόσω]], ἐκ δὲ [[θύραζε]] [[ἔδραμον]] ἀμφ’ Ἀχιλῆα Ἰλ. Σ. 30˙ [[κάμνω]] ἔξοδον, ἐξορμῶ, ἐκ πόλεως Θουκ. 4. 25, κτλ.˙ ἐπί τινα Ἀριστ. Ἀποσπ. 530. 2) δρόμῳ [[οἴχομαι]], [[φεύγω]] τρέχων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 991. 3) ἐπὶ κεράτων, αὐξάνομαι, τὴν φύσιν ἔχειν τῆς αὐξήσεως ὁμαλὴν... καὶ μὴ [[ταχέως]] ἐκδεδραμηκυῖαν Ἀριστ. περὶ Ἀκουστῶν 31: - ἐπὶ φυτῶν, [[ἀναβλαστάνω]], [[ἀνέρχομαι]], «μεγαλώνω», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 15, 5˙ [[μετὰ]] γεν., ἐκτ. τῶν ἄλλων ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8. 1. 4) μετ’ αἰτ., [[ὑπερβαίνω]], τὸν καιρὸν Διογ. Λ. 5. 65˙ ἀπολ. ἐπὶ θυμοῦ, [[ὑπερβαίνω]] τὰ ὅρια, Σοφ. Ο. Κ. 438.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐκθρέξομαι <i>ou</i> ἐκδραμοῦμαι, <i>ao.2</i> ἐξέδραμον;<br /><b>1</b> sortir en courant;<br /><b>2</b> faire une sortie <i>en parl. de troupes</i>;<br /><b>3</b> s’élancer, jaillir ; <i>fig.</i> θυμὸς ἐκδραμών SOPH sa colère ayant fait explosion.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[τρέχω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτρέχω Medium diacritics: ἐκτρέχω Low diacritics: εκτρέχω Capitals: ΕΚΤΡΕΧΩ
Transliteration A: ektréchō Transliteration B: ektrechō Transliteration C: ektrecho Beta Code: e)ktre/xw

English (LSJ)

fut.

   A -δρᾰμοῦμαι Diph.19.3: pf. ἐκδεδράμηκα Arist.Aud. 802a21:—run out or forth, ἐκ δὲ θύραζε ἔδραμον ἀμφ' Ἀχιλῆα Il.18.30; τῆς συγκλήτου εἰς τὸν δῆμον Hdn.7.11.5; make a sally, e)k po/lews Th. 4.25, etc.; ἐπὶ [σῦν] Arist.Fr.571, cf. PGurob 8.11 (iii B.C.).    2 run off or away, Ar.Av.991.    3 of horns, spring up, grow, ταχέως Arist.Aud.l.c.; of plants, run or shoot up, Thphr.CP2.15.5: c. gen., ἐ. τῶν ἄλλων Id.HP6.8.1.    4 c. acc., exceed, τὸν καιρόν Lycon ap. D.L.5.65: abs., of anger, exceed bounds, S.OC438.    5 digress, wander from the point, Corp.Herm.1.16.    6 c. gen., escape from the clutches of, δανειστοῦ App.Fr.22.    b to be born of, τῆς μητρός Lib. Ep.1036.9.    7 of Time, expire, come to an end, PSI4.444 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 783] (s. τρέχω), herauslaufen; ἐκ τῆς πόλεως Thuc. 4, 25, einen Ausfall machen; so oft von Soldaten, Xen., z. B. Hell. 2, 4, 33; τῆς συγκλήτου εἰς τὸν δῆμον Hdn. 7, 11, 10; τὸν καιρόν, überschreiten, D. L, 5, 65; τὸν θυμὸν ἐκδραμόντα, übermäßiger Zorn, Soph. O. C. 439; – hindurchlaufen, διά τινος, Philostr. – Von Gewächsen, schnell aufschießen (auflaufen), Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτρέχω: μέλλ. -θρέξομαι ἢ δραμοῦμαι: - τρέχω ἔξω, ἐξέρχομαι τρέχων, τρέχω εἰς τὰ πρόσω, ἐκ δὲ θύραζε ἔδραμον ἀμφ’ Ἀχιλῆα Ἰλ. Σ. 30˙ κάμνω ἔξοδον, ἐξορμῶ, ἐκ πόλεως Θουκ. 4. 25, κτλ.˙ ἐπί τινα Ἀριστ. Ἀποσπ. 530. 2) δρόμῳ οἴχομαι, φεύγω τρέχων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 991. 3) ἐπὶ κεράτων, αὐξάνομαι, τὴν φύσιν ἔχειν τῆς αὐξήσεως ὁμαλὴν... καὶ μὴ ταχέως ἐκδεδραμηκυῖαν Ἀριστ. περὶ Ἀκουστῶν 31: - ἐπὶ φυτῶν, ἀναβλαστάνω, ἀνέρχομαι, «μεγαλώνω», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 15, 5˙ μετὰ γεν., ἐκτ. τῶν ἄλλων ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8. 1. 4) μετ’ αἰτ., ὑπερβαίνω, τὸν καιρὸν Διογ. Λ. 5. 65˙ ἀπολ. ἐπὶ θυμοῦ, ὑπερβαίνω τὰ ὅρια, Σοφ. Ο. Κ. 438.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκθρέξομαι ou ἐκδραμοῦμαι, ao.2 ἐξέδραμον;
1 sortir en courant;
2 faire une sortie en parl. de troupes;
3 s’élancer, jaillir ; fig. θυμὸς ἐκδραμών SOPH sa colère ayant fait explosion.
Étymologie: ἐκ, τρέχω.