δήνεα: Difference between revisions

From LSJ

δασύποδα λαγὼν παραδραμεῖται χελώνη → the tortoise will outrun the hairy-footed hare

Source
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δήνεα''': τά, μόνον κατὰ πληθ., συμβουλαί, σχέδια, τέχναι, τεχνάσματα, [[εἴτε]] καλά, [[εἴτε]] κακά, δ. θεῶν Ὀδ. Ψ. 82· δ. ἤπια Ἰλ. Δ. 361· ὀλοφώϊα Ὀδ. Κ.289· δίκαια καὶ ἤπια Ἡσ. Θ. 236.‒ Ἡ ἑνικὴ ὀνομ. δῆνος, εος, τό, ἀναφέρεται παρὰ τῷ Ἡσυχ., ἐνῷ ὁ Σουΐδας βεβαίως [[ἐσφαλμένως]] τὸ μετατρέπει εἰς δήνεον. (Πρβλ. δήω).
|lstext='''δήνεα''': τά, μόνον κατὰ πληθ., συμβουλαί, σχέδια, τέχναι, τεχνάσματα, [[εἴτε]] καλά, [[εἴτε]] κακά, δ. θεῶν Ὀδ. Ψ. 82· δ. ἤπια Ἰλ. Δ. 361· ὀλοφώϊα Ὀδ. Κ.289· δίκαια καὶ ἤπια Ἡσ. Θ. 236.‒ Ἡ ἑνικὴ ὀνομ. δῆνος, εος, τό, ἀναφέρεται παρὰ τῷ Ἡσυχ., ἐνῷ ὁ Σουΐδας βεβαίως [[ἐσφαλμένως]] τὸ μετατρέπει εἰς δήνεον. (Πρβλ. δήω).
}}
{{bailly
|btext=έων-ῶν ([[τά]]) :<br />pensées, projets, desseins <i>en parl. des dieux ; en b. part ; en mauv. part</i>.<br />'''Étymologie:''' [[δήω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δήνεα Medium diacritics: δήνεα Low diacritics: δήνεα Capitals: ΔΗΝΕΑ
Transliteration A: dḗnea Transliteration B: dēnea Transliteration C: dinea Beta Code: dh/nea

English (LSJ)

τά, only in pl.,

   A counsels, plans, arts, whether good or bad, δ. θεῶν Od.23.82; ἤπια δ. οἶδε Il.4.361, Hes.Th.236; ὀλοφώϊα Od.10.289; δ. πάντα καὶ τρόπους ἐπίσταται Semon.7.78; δ. Κίρκης A.R.4.559; δ. τέχνης Opp.H.1.7.—Sg. nom. δῆνος, εος, τό, Hsch.:

German (Pape)

[Seite 567] τά, Gedanken, Rathschlüsse, Pläne, Anschläge, eigentl. = »Erfindungen«, εὑρήματα, inventa; denn das Wort kommt doch wohl sicher von δήω, wie κτῆνος von κτάομαι, vgl. Odyss. 4, 544 ἐπεὶ οὐκ ἄνυσίν τινα δήομεν, Iliad. 9, 418 ἐπεὶ οὐκέτι δήετε τέκμωρ Ἰλίου; Apollon. Lex. Hom. 58, 12 δήνεα· βουλεύματα. Homer bat δήνεα dreimal: in freundlichem Sinne mit ἤπιος Iliad. 4, 361 οἶδα γὰρ ὥς τοι θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισιν ἤπια δήνεα οἶδε· τὰ γὰρ φρονέεις ἅ τ' ἐγώ περ, in feindlichem Sinne mit ὀλοφώιος Odyss. 10, 289 πάντα δέ τοι ἐρέω ὀλοφώια δήνεα Κίρκης; unbestimmt, ohne adjectiv. Odyss. 23, 82 χαλεπόν σε θεῶν αἰειγενετάων δήνεα εἴρυσθαι, μάλα περ πολύιδριν ἐοῦσαν. – Hes. Th. 236 δίκαια καὶ ἤπια δήνεα οἶδεν; Simonid. Amorg. Mul. 78 δήνεα δὲ πάντα καὶ τρόπους ἐπίσταται, ὥσπερ πίθηκος. – Oppian. Hal. 3, 1 παναίολα δήνεα τέχνης ἰχθυβόλου φράζευ; Diodor. 5 (A. Pal. 9, 405) δείδια σόν τε φυῆς ἐρατὸν τύπον, ἠδὲ σά, κοῦρε, δήνεα. – Apollon. Rhod, 4, 559 δήνεσι Κίρκης; 4, 193 κούρης ὑπὸ δήνεσι, 3, 661 πάρος ταρπήμεναι ἄμφω δήνεσιν ἀλλήλων. – Als nomin. sing. giebt Suidas δήνεον, s. v. Δηναιόν: δήνεον δὲ τὸ βούλευμα, Hesyoh. Δήνεα· βουλεύματα, Δῆνος· βούλευμα; vgl. Etym. m. s. v. Δήνεα p. 266, 13.

Greek (Liddell-Scott)

δήνεα: τά, μόνον κατὰ πληθ., συμβουλαί, σχέδια, τέχναι, τεχνάσματα, εἴτε καλά, εἴτε κακά, δ. θεῶν Ὀδ. Ψ. 82· δ. ἤπια Ἰλ. Δ. 361· ὀλοφώϊα Ὀδ. Κ.289· δίκαια καὶ ἤπια Ἡσ. Θ. 236.‒ Ἡ ἑνικὴ ὀνομ. δῆνος, εος, τό, ἀναφέρεται παρὰ τῷ Ἡσυχ., ἐνῷ ὁ Σουΐδας βεβαίως ἐσφαλμένως τὸ μετατρέπει εἰς δήνεον. (Πρβλ. δήω).

French (Bailly abrégé)

έων-ῶν (τά) :
pensées, projets, desseins en parl. des dieux ; en b. part ; en mauv. part.
Étymologie: δήω.