ῥαπίζω: Difference between revisions
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
(6_13a) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥᾰπίζω''': μέλλ. -ίσω, (ῥαπὶς) κτυπώ τινα διὰ ῥαβδίου, [[ῥαβδίζω]], μαστιγῶ, [[δέρω]], τινὰ Ξενοφάν. παρὰ Διογ. Λ. 8. 36, Ἱππῶναξ 54, Ἡρόδ. 7. 35, 223, Δημ. 787. 23· τινὰ ῥάβδῳ Ἀνακρεόντ. 32. 2. - Παθ., ἐκ τῶν ἀγώνων ἐκβάλλεσθαι καὶ ῥαπίζεσθαι Ἡράκλειτος παρὰ Διογ. Λ. 9. 1, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 56· πρκμ. μετ’ ἀναδιπλ. ῥεραπισμένῳ νώτῳ Ἀνακρ. 163. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 162, [[ἔνθα]] περὶ τοῦ πρκμ. ῥεραπισμένος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ζ. 59 (σ. 299 ἔκδ. Δινδ.). ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[ῥαπίζω]] εἰς τὸ [[πρόσωπον]], [[λέξις]] μεταγενεστέρ. ἀντὶ τοῦ Ἀττ. ἐπὶ κόρρης πατάξαι (Λοβέκ. εἰς Φρύν. 175), ἐπὶ κόρρης ῥαπ. Πλουτ. 2. 713C· κατὰ κόρρης Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 24· ἐπὶ τὴν σιαγόνα Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 22. - Παθ., ῥαπισθῆναί τε καὶ πληγὰς λαβεῖν ἁπαλαῖσι χερσὶν Τιμοκλῆς ἐν «Μαραθωνίοις» 1. 5, πρβλ. Α. Β. 300, καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[ῥάπισμα]]· τὸ ῥαπίζειν διακρίνεται ἀπὸ τοῦ κολαφίζειν ἐν τῷ κ. Ματθ. Εὐαγγελίῳ κζ΄, 67, καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν· οἱ δὲ ἐρράπισαν. ΙΙΙ. [[καθόλου]], [[τύπτω]], κτυπῶ, πλήττω, τὸν ἀέρα Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 8, 3. - Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 8, 33., 9. 17, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 96· | |lstext='''ῥᾰπίζω''': μέλλ. -ίσω, (ῥαπὶς) κτυπώ τινα διὰ ῥαβδίου, [[ῥαβδίζω]], μαστιγῶ, [[δέρω]], τινὰ Ξενοφάν. παρὰ Διογ. Λ. 8. 36, Ἱππῶναξ 54, Ἡρόδ. 7. 35, 223, Δημ. 787. 23· τινὰ ῥάβδῳ Ἀνακρεόντ. 32. 2. - Παθ., ἐκ τῶν ἀγώνων ἐκβάλλεσθαι καὶ ῥαπίζεσθαι Ἡράκλειτος παρὰ Διογ. Λ. 9. 1, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 56· πρκμ. μετ’ ἀναδιπλ. ῥεραπισμένῳ νώτῳ Ἀνακρ. 163. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 162, [[ἔνθα]] περὶ τοῦ πρκμ. ῥεραπισμένος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ζ. 59 (σ. 299 ἔκδ. Δινδ.). ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[ῥαπίζω]] εἰς τὸ [[πρόσωπον]], [[λέξις]] μεταγενεστέρ. ἀντὶ τοῦ Ἀττ. ἐπὶ κόρρης πατάξαι (Λοβέκ. εἰς Φρύν. 175), ἐπὶ κόρρης ῥαπ. Πλουτ. 2. 713C· κατὰ κόρρης Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 24· ἐπὶ τὴν σιαγόνα Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 22. - Παθ., ῥαπισθῆναί τε καὶ πληγὰς λαβεῖν ἁπαλαῖσι χερσὶν Τιμοκλῆς ἐν «Μαραθωνίοις» 1. 5, πρβλ. Α. Β. 300, καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[ῥάπισμα]]· τὸ ῥαπίζειν διακρίνεται ἀπὸ τοῦ κολαφίζειν ἐν τῷ κ. Ματθ. Εὐαγγελίῳ κζ΄, 67, καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν· οἱ δὲ ἐρράπισαν. ΙΙΙ. [[καθόλου]], [[τύπτω]], κτυπῶ, πλήττω, τὸν ἀέρα Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 8, 3. - Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 8, 33., 9. 17, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 96· | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἐρράπιζον, <i>f.</i> ῥαπίσω, <i>ao.</i> ἐρράπισα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐρραπίσθην, <i>pf.</i> ἐρράπισμαι <i>ou</i> [[ῥεράπισμαι]];<br /><b>1</b> frapper avec une baguette <i>ou</i> un bâton, acc.;<br /><b>2</b> frapper <i>en gén., particul.</i> frapper à la figure.<br />'''Étymologie:''' [[ῥαπίς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
(ῥαπίς)
A strike with a stick, cudgel, thrash, τινα Xenoph.7.4, Hippon.64 (Pass.), Hdt.7.35,223, D.25.57, LXX Jd.16.25, Plb.8.6.6, Phld.Ir.p.40 W.; τινὰ ῥάβδῳ Anacreont.29.2:—Pass., ῥ. ἐκ τῶν ἀγώνων to be flogged off the course, Heraclit.42, cf. Hdt.8.59: Ion. pf. part., ῥεραπισμένα νῶτα Anacr.166. II slap in the face (later for Att. ἐπὶ κόρρης πατάξαι) , ἐπὶ κόρρης ῥ. (metaph.) Plu.2.713c; κατὰ κόρρης Ach.Tat.2.24; εἰς τὴν σιαγόνα Ev.Matt.5.39:—Pass., ῥαπισθῆναί τε καὶ πληγὰς λαβεῖν ἁπαλαῖσι χερσίν Timocl.22.5; ἐρραπίσθη τὴν γνάθον Hyp.Fr.97, cf. AB300; ῥαπίζειν distd. from κολαφίζειν, Ev.Matt.26.67. III generally, strike, beat, [τὸν ἀέρα] Arist.de An.419b23:—Pass., Id.Mete.368a16, 370a14, Epicur.Fr.398.
German (Pape)
[Seite 834] mit dem Stock, mit der Ruthe schlagen, peitschen, τινά, Her. 7, 35. 8, 59; Plut. Them. 11; bes. aber nach B. A. 300, 10 ῥαπίσαι τὸ πατάξαι τὴν γνάθον ἀπλείστῳ (Bekk. verbessert ἀκλείστῳ) χειρί, οἷον τὸ ἐπὶ κόῤῥης, einen Backenst.eich, eine Ohrfeige geben; ῥαπισθῆναι, Timocles bei Ath. XIII, 571 a; Xenophan. bei D. L. 8, 36; ῥαπίσας, Dem. 25, 57; Pol. 8, 8, 6, Luc. öfter u. a. Sp., wie N. T. Andere Beispiele giebt noch Lob. Phryn. 176, Plut. Symp. 7, 8, 4 vrbdt ἐπ ὶ κόῤῥης ῥαπίζων; – ῥεραπισμένος νώτῳ Anacr. bei Schol. Od. 6, 59; übtr. ῥαπισθῆναι ἀέρος ψύξει, S. Emp. adv. eth. 96; vgl. Arist. meteor. 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰπίζω: μέλλ. -ίσω, (ῥαπὶς) κτυπώ τινα διὰ ῥαβδίου, ῥαβδίζω, μαστιγῶ, δέρω, τινὰ Ξενοφάν. παρὰ Διογ. Λ. 8. 36, Ἱππῶναξ 54, Ἡρόδ. 7. 35, 223, Δημ. 787. 23· τινὰ ῥάβδῳ Ἀνακρεόντ. 32. 2. - Παθ., ἐκ τῶν ἀγώνων ἐκβάλλεσθαι καὶ ῥαπίζεσθαι Ἡράκλειτος παρὰ Διογ. Λ. 9. 1, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 56· πρκμ. μετ’ ἀναδιπλ. ῥεραπισμένῳ νώτῳ Ἀνακρ. 163. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 162, ἔνθα περὶ τοῦ πρκμ. ῥεραπισμένος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ζ. 59 (σ. 299 ἔκδ. Δινδ.). ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ῥαπίζω εἰς τὸ πρόσωπον, λέξις μεταγενεστέρ. ἀντὶ τοῦ Ἀττ. ἐπὶ κόρρης πατάξαι (Λοβέκ. εἰς Φρύν. 175), ἐπὶ κόρρης ῥαπ. Πλουτ. 2. 713C· κατὰ κόρρης Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 24· ἐπὶ τὴν σιαγόνα Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 22. - Παθ., ῥαπισθῆναί τε καὶ πληγὰς λαβεῖν ἁπαλαῖσι χερσὶν Τιμοκλῆς ἐν «Μαραθωνίοις» 1. 5, πρβλ. Α. Β. 300, καὶ ἴδε ἐν λέξ. ῥάπισμα· τὸ ῥαπίζειν διακρίνεται ἀπὸ τοῦ κολαφίζειν ἐν τῷ κ. Ματθ. Εὐαγγελίῳ κζ΄, 67, καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν· οἱ δὲ ἐρράπισαν. ΙΙΙ. καθόλου, τύπτω, κτυπῶ, πλήττω, τὸν ἀέρα Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 8, 3. - Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 8, 33., 9. 17, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 96·
French (Bailly abrégé)
impf. ἐρράπιζον, f. ῥαπίσω, ao. ἐρράπισα, pf. inus.
Pass. ao. ἐρραπίσθην, pf. ἐρράπισμαι ou ῥεράπισμαι;
1 frapper avec une baguette ou un bâton, acc.;
2 frapper en gén., particul. frapper à la figure.
Étymologie: ῥαπίς.