ἐχθρώδης: Difference between revisions
From LSJ
κακῷ δέ τῳ προσεικάζω τάδε → I think this looks like mischief, these things sound ominous to me, these things sound evil to me, I consider these things ominous, I liken these things to something bad
(6_7) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐχθρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] ἐχθρῷ, [[ἐχθρικός]]. - Ἐπίρρ., ἐχθρωδῶς, ἐχθρωδῶς ἔχειν τινὶ Δίων Κ. 43. 10. | |lstext='''ἐχθρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] ἐχθρῷ, [[ἐχθρικός]]. - Ἐπίρρ., ἐχθρωδῶς, ἐχθρωδῶς ἔχειν τινὶ Δίων Κ. 43. 10. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐχθρώδης]], -ες (ΑΜ) [[εχθρός]]<br />[[γεμάτος]] [[εχθρότητα]], [[εχθρικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐχθρωδῶς</i> (ΑΜ)<br />με εχθρικό τρόπο, εχθρικά. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A hostile, Sch.Opp.H.1.685: Comp.-έστερος Sch. E.Hec.745, Or.614. Adv. -δῶς, διαθεῖναί τινα πρός τινας J.BJ1.24.2; ἐ. ἔχειν τινί D.C.43.10, cf. Nic. Dam.57 J., Sch.E.Med.290.
German (Pape)
[Seite 1125] ες, wie ein Feind, feindlich. - Adv., ἐχθρωδῶς ἔχειν τινί, gegen Einen feindlich gesinnt sein, D. Cass. 43, 11; Schol. Luc. Catapl. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἐχθρῷ, ἐχθρικός. - Ἐπίρρ., ἐχθρωδῶς, ἐχθρωδῶς ἔχειν τινὶ Δίων Κ. 43. 10.
Greek Monolingual
ἐχθρώδης, -ες (ΑΜ) εχθρός
γεμάτος εχθρότητα, εχθρικός.
επίρρ...
ἐχθρωδῶς (ΑΜ)
με εχθρικό τρόπο, εχθρικά.