Περσίς: Difference between revisions
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Περσίς''': -ίδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ [[Περσικός]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 59, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. 1) (ἐξυπακ. τοῦ γῆ), ἡ Περσία, νῦν Farsistan, Ἡρόδ. 3. 97, κτλ. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ [[γυνή]]), γυνὴ ἐκ Περσίας, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 21, κτλ. 3) (δηλ. [[χλαῖνα]]), Περσικὸν [[ἐπανωφόριον]], Ἀριστοφ. Σφ. 1137. ― Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 358. | |lstext='''Περσίς''': -ίδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ [[Περσικός]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 59, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. 1) (ἐξυπακ. τοῦ γῆ), ἡ Περσία, νῦν Farsistan, Ἡρόδ. 3. 97, κτλ. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ [[γυνή]]), γυνὴ ἐκ Περσίας, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 21, κτλ. 3) (δηλ. [[χλαῖνα]]), Περσικὸν [[ἐπανωφόριον]], Ἀριστοφ. Σφ. 1137. ― Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 358. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br />de Perse, persan, persique ; Περσὶς [[χώρη]] HDT <i>ou simpl.</i> ἡ [[Περσίς]], la Perse (<i>auj.</i> Fars <i>ou</i> Farsistan) ; ἡ [[Περσίς]] ([[γυνή]]) femme de Perse, Persane.<br />'''Étymologie:''' [[Πέρσης]]². | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ίδος, pecul. fem. of Περσικός, Persian, A.Pers.59 (anap.), Th.1.138;
A χώρη Hdt.3.97, al. II as Subst., 1 (sc. γῆ), Persis, Persia, Str.15.3.1, etc. 2 (sc. γυνή) Persian woman, X.Cyr.8.5.21, etc. 3 (sc. χλαῖνα) Persian cloak, Ar.V.1137.
Greek (Liddell-Scott)
Περσίς: -ίδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ Περσικός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 59, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. 1) (ἐξυπακ. τοῦ γῆ), ἡ Περσία, νῦν Farsistan, Ἡρόδ. 3. 97, κτλ. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ γυνή), γυνὴ ἐκ Περσίας, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 21, κτλ. 3) (δηλ. χλαῖνα), Περσικὸν ἐπανωφόριον, Ἀριστοφ. Σφ. 1137. ― Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 358.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
de Perse, persan, persique ; Περσὶς χώρη HDT ou simpl. ἡ Περσίς, la Perse (auj. Fars ou Farsistan) ; ἡ Περσίς (γυνή) femme de Perse, Persane.
Étymologie: Πέρσης².