ὑπερφέρεια: Difference between revisions

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source
(6_9)
(43)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερφέρεια''': ἡ, ([[ὑπερφερής]]), τὸ ὑπερφέρειν, ὑπερέχειν, ἢ [[ὑπεροψία]], [[ὑπερηφανία]], Ἀκύλ. ἐν Παροιμ. Ιϛʹ, 19, Ἰὼβ ΛΖ΄, 4.
|lstext='''ὑπερφέρεια''': ἡ, ([[ὑπερφερής]]), τὸ ὑπερφέρειν, ὑπερέχειν, ἢ [[ὑπεροψία]], [[ὑπερηφανία]], Ἀκύλ. ἐν Παροιμ. Ιϛʹ, 19, Ἰὼβ ΛΖ΄, 4.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[ὑπερφερής]]<br />[[υπεροψία]], [[αλαζονεία]].
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερφέρεια Medium diacritics: ὑπερφέρεια Low diacritics: υπερφέρεια Capitals: ΥΠΕΡΦΕΡΕΙΑ
Transliteration A: hyperphéreia Transliteration B: hyperphereia Transliteration C: yperfereia Beta Code: u(perfe/reia

English (LSJ)

ἡ, (ὑπερφερής)

   A haughtiness, pride, Aq.Jb.37.4, al.

German (Pape)

[Seite 1203] ἡ, Uebermuth, Stolz, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερφέρεια: ἡ, (ὑπερφερής), τὸ ὑπερφέρειν, ὑπερέχειν, ἢ ὑπεροψία, ὑπερηφανία, Ἀκύλ. ἐν Παροιμ. Ιϛʹ, 19, Ἰὼβ ΛΖ΄, 4.

Greek Monolingual

ἡ, Α ὑπερφερής
υπεροψία, αλαζονεία.