ἀποστομίζω: Difference between revisions
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(6_1) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποστομίζω''': ([[στόμα]]) [[ἀμβλύνω]] τὴν [[ἀκμήν]], τὸν «αἰθέρα» ξίφους ἢ ἄλλου ὅπλου, κτλ., Φιλόστρ. Εἰκ. 2. 17, 11. 2) ἀποστομώνω, [[κάμνω]] τι νὰ νὰ μὴ δύνηται ν’ ἀποκριθῇ, μεταγεν. | |lstext='''ἀποστομίζω''': ([[στόμα]]) [[ἀμβλύνω]] τὴν [[ἀκμήν]], τὸν «αἰθέρα» ξίφους ἢ ἄλλου ὅπλου, κτλ., Φιλόστρ. Εἰκ. 2. 17, 11. 2) ἀποστομώνω, [[κάμνω]] τι νὰ νὰ μὴ δύνηται ν’ ἀποκριθῇ, μεταγεν. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> [[saber de memoria]] ἀποστομίζων πᾶσαν τὴν παλαιὰν διαθήκην Origenes M.12.824B.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[embotar]], [[reducir el filo]] en v. pas. (πέλεκυν) ἀπεστομισμένον ὑπὸ τοῦ πλήττειν Philostr.<i>Im</i>.2.17.<br /><b class="num">2</b> fig. [[reducir al silencio]] τῶν Ἑλλήνων τοὺς φιλοσόφους <i>H.Mon</i>.20.15, τὸν διδάσκαλον περὶ τοῦ πρώτου γράμματος <i>Eu.Thom.A</i> 6.3 (p.145), en v. med. ἀπεστομίσατο ... ἡμᾶς <i>PMasp</i>.9re.13 (VI d.C.), cf. Hsch. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 21 August 2017
English (LSJ)
A deprive of an edge, πέλεκυς ἀπεστομισμένος Philostr.Im.2.17. II = foreg. 11, Hsch. III = φιμόω, Id.
German (Pape)
[Seite 327] der Schneide berauben, abstumpfen, Philostr. Imagg. 2, 17 πέλεκυς ἀπεστοματισμένος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστομίζω: (στόμα) ἀμβλύνω τὴν ἀκμήν, τὸν «αἰθέρα» ξίφους ἢ ἄλλου ὅπλου, κτλ., Φιλόστρ. Εἰκ. 2. 17, 11. 2) ἀποστομώνω, κάμνω τι νὰ νὰ μὴ δύνηται ν’ ἀποκριθῇ, μεταγεν.
Spanish (DGE)
I saber de memoria ἀποστομίζων πᾶσαν τὴν παλαιὰν διαθήκην Origenes M.12.824B.
II 1embotar, reducir el filo en v. pas. (πέλεκυν) ἀπεστομισμένον ὑπὸ τοῦ πλήττειν Philostr.Im.2.17.
2 fig. reducir al silencio τῶν Ἑλλήνων τοὺς φιλοσόφους H.Mon.20.15, τὸν διδάσκαλον περὶ τοῦ πρώτου γράμματος Eu.Thom.A 6.3 (p.145), en v. med. ἀπεστομίσατο ... ἡμᾶς PMasp.9re.13 (VI d.C.), cf. Hsch.