συκοφαντέω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῡκοφαντέω''': ([[συκοφάντης]]). 1) μετ’ αἰτιατ. προσώπ., ὡς καὶ νῦν, συκοφαντῶ, κατηγορῶ ψευδῶς, [[διαβάλλω]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 519, Σφ. 1096, Ὄρν. 1431, Πλάτ., κλπ.· συκ. καὶ σείειν τινά Ἀντιφῶν 146. 22· σ. τοὺς τὰς οὐσίας ἔχοντας Ἀριστ. Πολ. 5. 5, 1· πρβλ. [[συκοφάντης]]. ― Παθ., ψευδῶς κατηγοροῦμαι, διαβάλλομαι, συκοφαντοῦμαι Λυσί. 152. 36, Ξεν., κλπ.· ὑπό τινος συκοφαντοῦμαι Λυσί. Ἀποσπ. 26. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[παριστάνω]] ψευδῶς, κακῶς [[παριστάνω]], Δημ. 639. 17· ― [[ἀλλά]], σ. [[τριάκοντα]] μνᾶς, [[λαμβάνω]] αὐτὰς διὰ ψευδῶν κατηγοριῶν, Λυσί. 177. 32 εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα Εὐαγγ κ. Λουκ. ιθ΄, 8. 3) ἀπολ., ἀσχολοῦμαι εἰς [[συκοφαντίας]], εἰς ψευδεῖς κατηγορίας ἢ διαβολάς, Ἀριστοφάν. Ὄρν. 1452, Πλάτ. Πολ. 341Β, Λυσί. 164. 15· συκοφαντῶν κατ’ ἀγορὰν Δίφιλος ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 16· [[καθόλου]], ψευδολογῶ, ψευδῆ γνώμην ἢ συμβουλὴν [[παρέχω]], Δημ. 475. 26. ΙΙ. [[σκέπτομαι]] ὡς [[συκοφάντης]], συζητῶ σοφιστικῶς, Ἀριστ. Τοπ. 6. 2, 1., 8. 2, 2· πρβλ. [[συκοφάντημα]] ΙΙ, [[συκοφαντία]] ΙΙ. ΙΙΙ. = [[κνίζω]] ἐρωτικῶς, Meineke εἰς Πλάτ. Κωμικ. Ἄδηλα 36, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 439. IV. συκοφαντητέον ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ παραπονεθῇ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 1044.
|lstext='''σῡκοφαντέω''': ([[συκοφάντης]]). 1) μετ’ αἰτιατ. προσώπ., ὡς καὶ νῦν, συκοφαντῶ, κατηγορῶ ψευδῶς, [[διαβάλλω]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 519, Σφ. 1096, Ὄρν. 1431, Πλάτ., κλπ.· συκ. καὶ σείειν τινά Ἀντιφῶν 146. 22· σ. τοὺς τὰς οὐσίας ἔχοντας Ἀριστ. Πολ. 5. 5, 1· πρβλ. [[συκοφάντης]]. ― Παθ., ψευδῶς κατηγοροῦμαι, διαβάλλομαι, συκοφαντοῦμαι Λυσί. 152. 36, Ξεν., κλπ.· ὑπό τινος συκοφαντοῦμαι Λυσί. Ἀποσπ. 26. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[παριστάνω]] ψευδῶς, κακῶς [[παριστάνω]], Δημ. 639. 17· ― [[ἀλλά]], σ. [[τριάκοντα]] μνᾶς, [[λαμβάνω]] αὐτὰς διὰ ψευδῶν κατηγοριῶν, Λυσί. 177. 32 εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα Εὐαγγ κ. Λουκ. ιθ΄, 8. 3) ἀπολ., ἀσχολοῦμαι εἰς [[συκοφαντίας]], εἰς ψευδεῖς κατηγορίας ἢ διαβολάς, Ἀριστοφάν. Ὄρν. 1452, Πλάτ. Πολ. 341Β, Λυσί. 164. 15· συκοφαντῶν κατ’ ἀγορὰν Δίφιλος ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 16· [[καθόλου]], ψευδολογῶ, ψευδῆ γνώμην ἢ συμβουλὴν [[παρέχω]], Δημ. 475. 26. ΙΙ. [[σκέπτομαι]] ὡς [[συκοφάντης]], συζητῶ σοφιστικῶς, Ἀριστ. Τοπ. 6. 2, 1., 8. 2, 2· πρβλ. [[συκοφάντημα]] ΙΙ, [[συκοφαντία]] ΙΙ. ΙΙΙ. = [[κνίζω]] ἐρωτικῶς, Meineke εἰς Πλάτ. Κωμικ. Ἄδηλα 36, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 439. IV. συκοφαντητέον ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ παραπονεθῇ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 1044.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />calomnier, accuser faussement, acc..<br />'''Étymologie:''' [[συκοφάντης]].
}}
}}