μεταίρω: Difference between revisions
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταίρω''': Αἰολ. πεδ-, [[ἐγείρω]] καὶ μετακινῶ, μεταθέτω, [[ἄγαλμα]] ἐκ βάθρων Εὐρ. Ι. Τ. 1157· πέδαιρε [[κῶλον]], [[πόδα]] ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 819, 872· νέους πεδαίρουσα Φοίν. 1027· μ. ἐκ... εἰς..., Πλούτ. 2. 1089D· [[ψήφισμα]] μ., ἀνακαλεῖν [[ψήφισμα]], καταργεῖν, Δημ. 395. ἐν τέλ. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., [[μεταβαίνω]] εἰς ἄλλον τόπον, [[μεταναστεύω]], ἐπὶ πτηνῶν, Εὐμάθ. σ. 129· [[ἀπέρχομαι]], [[ἐκεῖθεν]] Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 53, πρβλ. ιθ΄, 1. | |lstext='''μεταίρω''': Αἰολ. πεδ-, [[ἐγείρω]] καὶ μετακινῶ, μεταθέτω, [[ἄγαλμα]] ἐκ βάθρων Εὐρ. Ι. Τ. 1157· πέδαιρε [[κῶλον]], [[πόδα]] ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 819, 872· νέους πεδαίρουσα Φοίν. 1027· μ. ἐκ... εἰς..., Πλούτ. 2. 1089D· [[ψήφισμα]] μ., ἀνακαλεῖν [[ψήφισμα]], καταργεῖν, Δημ. 395. ἐν τέλ. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., [[μεταβαίνω]] εἰς ἄλλον τόπον, [[μεταναστεύω]], ἐπὶ πτηνῶν, Εὐμάθ. σ. 129· [[ἀπέρχομαι]], [[ἐκεῖθεν]] Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 53, πρβλ. ιθ΄, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> μεταρῶ, <i>ao.</i> [[μετῆρα]];<br />enlever pour transporter.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[αἴρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
Aeol. (also in Trag.) πεδ-,
A lift up and remove, shift, ἄγαλμα ἐκ βάθρων E.IT1157; πεδαίρειν κῶλον, πόδα, Id.HF819 (lyr.), 872 (troch.); ἐκ τόπων νέους πεδαίρουσα Id.Ph.1027 (lyr.); [ἀναθέματα] OGI573.15 (Cilicia, i A. D.):—Pass., Plu.Alex.76, Diog.Ep.37.4. 2 repeal, ψήφισμα μ. D.19.174. II intr., depart, ἐκεῖθεν Ev.Matt.13.53, cf. 19.1.
German (Pape)
[Seite 147] (s. αἴρω), von der Stelle wegheben und anderswohin setzen; τί τόδε μεταίρεις ἐξ ἀκινήτων βάθρων θεᾶς ἄγαλμα, Eur. I. T. 1157; τὸ ψήφισμα κινεῖν καὶ μεταίρειν vrbdt Dem. 19, 174; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεταίρω: Αἰολ. πεδ-, ἐγείρω καὶ μετακινῶ, μεταθέτω, ἄγαλμα ἐκ βάθρων Εὐρ. Ι. Τ. 1157· πέδαιρε κῶλον, πόδα ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. Μαιν. 819, 872· νέους πεδαίρουσα Φοίν. 1027· μ. ἐκ... εἰς..., Πλούτ. 2. 1089D· ψήφισμα μ., ἀνακαλεῖν ψήφισμα, καταργεῖν, Δημ. 395. ἐν τέλ. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., μεταβαίνω εἰς ἄλλον τόπον, μεταναστεύω, ἐπὶ πτηνῶν, Εὐμάθ. σ. 129· ἀπέρχομαι, ἐκεῖθεν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 53, πρβλ. ιθ΄, 1.
French (Bailly abrégé)
f. μεταρῶ, ao. μετῆρα;
enlever pour transporter.
Étymologie: μετά, αἴρω.