περίλευκος: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(6_17)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίλευκος''': -ον, ὁ ἀπολήγων εἰς λευκὸν ὁλόγυρα, ἔχων λευκὸν περιθώριον, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 196Β· - περίλευκον (ἐξυπ. [[ἱμάτιον]]), τό, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 76· πρβλ. [[περίνησος]].
|lstext='''περίλευκος''': -ον, ὁ ἀπολήγων εἰς λευκὸν ὁλόγυρα, ἔχων λευκὸν περιθώριον, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 196Β· - περίλευκον (ἐξυπ. [[ἱμάτιον]]), τό, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 76· πρβλ. [[περίνησος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ολόγυρα]] [[λευκός]], που έχει [[λευκό]] [[περιθώριο]], ἡ αυτός που [[είναι]] εντελώς [[λευκός]], [[πάλλευκος]], [[κάτασπρος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[περίλευκος]]<br />[[είδος]] αχάτη<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περίλευκον</i><br />[[ιμάτιο]] με λευκή [[παρυφή]].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίλευκος Medium diacritics: περίλευκος Low diacritics: περίλευκος Capitals: ΠΕΡΙΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: períleukos Transliteration B: perileukos Transliteration C: perilefkos Beta Code: peri/leukos

English (LSJ)

ον,

   A edged with white, Callix.2.    2 περίλευκον (sc. ἱμάτιον), τό, garment edged with white, Antiph.297.

German (Pape)

[Seite 582] rings umher od. am Rande weiß, mit einem weißen Saume, Antiphan. bei Poll. 7, 52, ἐν τῷ περιδρόμῳ λευκὸν ἐνυφασμένον.

Greek (Liddell-Scott)

περίλευκος: -ον, ὁ ἀπολήγων εἰς λευκὸν ὁλόγυρα, ἔχων λευκὸν περιθώριον, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 196Β· - περίλευκον (ἐξυπ. ἱμάτιον), τό, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 76· πρβλ. περίνησος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που είναι ολόγυρα λευκός, που έχει λευκό περιθώριο, ἡ αυτός που είναι εντελώς λευκός, πάλλευκος, κάτασπρος
2. το αρσ. ως ουσ. περίλευκος
είδος αχάτη
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίλευκον
ιμάτιο με λευκή παρυφή.