ὀξύπικρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(6_18)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξύπικρος''': -ον, ὀξὺς καὶ [[πικρός]], [[δριμύς]], Ἡσύχ. ἐν λ. ὀξυπευκές.
|lstext='''ὀξύπικρος''': -ον, ὀξὺς καὶ [[πικρός]], [[δριμύς]], Ἡσύχ. ἐν λ. ὀξυπευκές.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀξύπικρος]], -ον)<br />[[ξινός]] και [[πικρός]] [[μαζί]], ξινόπικρος.
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠπικρος Medium diacritics: ὀξύπικρος Low diacritics: οξύπικρος Capitals: ΟΞΥΠΙΚΡΟΣ
Transliteration A: oxýpikros Transliteration B: oxypikros Transliteration C: oksypikros Beta Code: o)cu/pikros

English (LSJ)

ον,

   A keen, smarting, Hsch. s.v. ὀξυπευκές; = acidus, Gloss.

German (Pape)

[Seite 353] scharfbitter, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύπικρος: -ον, ὀξὺς καὶ πικρός, δριμύς, Ἡσύχ. ἐν λ. ὀξυπευκές.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀξύπικρος, -ον)
ξινός και πικρός μαζί, ξινόπικρος.