ἑρμογλυφεύς: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑρμογλῠφεύς''': έως, ὁ, [[γλύπτης]] Ἑρμῶν· [[καθόλου]], [[γλύπτης]], [[ἀγαλματοποιός]], συναρμοστὴν καὶ ἑρμογλυφέα Λουκ. Ἐνυπν. 2. Πλούτ. 2. 580Ε, πρβλ. Θωμᾶν Μάγιστ. 365, καὶ ἴδε τὴν λ. [[ἑρμογλύφος]]. | |lstext='''ἑρμογλῠφεύς''': έως, ὁ, [[γλύπτης]] Ἑρμῶν· [[καθόλου]], [[γλύπτης]], [[ἀγαλματοποιός]], συναρμοστὴν καὶ ἑρμογλυφέα Λουκ. Ἐνυπν. 2. Πλούτ. 2. 580Ε, πρβλ. Θωμᾶν Μάγιστ. 365, καὶ ἴδε τὴν λ. [[ἑρμογλύφος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br />sculpteur d’hermès ; statuaire <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[Ἑρμῆς]], [[γλύφω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ὁ,
A carver of Hermae : generally, statuary, Luc.Somn.2, Plu.2.580e.
German (Pape)
[Seite 1033] ὁ, Hermenschnitzer, übh. Bildhauer, Luc. somn. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρμογλῠφεύς: έως, ὁ, γλύπτης Ἑρμῶν· καθόλου, γλύπτης, ἀγαλματοποιός, συναρμοστὴν καὶ ἑρμογλυφέα Λουκ. Ἐνυπν. 2. Πλούτ. 2. 580Ε, πρβλ. Θωμᾶν Μάγιστ. 365, καὶ ἴδε τὴν λ. ἑρμογλύφος.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
sculpteur d’hermès ; statuaire en gén.
Étymologie: Ἑρμῆς, γλύφω.