πεντάλφα: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(6_22) |
(31) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεντάλφα''': τό, ὡς καὶ νῦν, [[σχῆμα]] ὅμοιον πρὸς [[πέντε]] [[ἄλφα]] συμπεπλεγμένα ἐν εἴδει [[μονογράμματος]], οὕτω, ☆ Σχολ. εἰς Λουκ. [[ὑπὲρ]] τοῦ Πταίσματ. 5, ἴδε [[πεντέγραμμος]]. | |lstext='''πεντάλφα''': τό, ὡς καὶ νῦν, [[σχῆμα]] ὅμοιον πρὸς [[πέντε]] [[ἄλφα]] συμπεπλεγμένα ἐν εἴδει [[μονογράμματος]], οὕτω, ☆ Σχολ. εἰς Λουκ. [[ὑπὲρ]] τοῦ Πταίσματ. 5, ἴδε [[πεντέγραμμος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΑ, και [[πεντάλφα]], η, Νζωγραφικό [[σχήμα]] που προκύπτει από τον συνδυασμό [[πέντε]] κεφαλαίων Α και [[είναι]] το πεντάγραμμο τών Πυθαγορείων, το οποίο χαρασσόταν με μια [[μονοκοντυλιά]] και ήταν [[σύμβολο]] της αιωνιότητας και της τριάδας, ενώ [[σήμερα]] αποτελεί [[σύμβολο]] διαφόρων μυστηριακών ή αποκρυφιστικών λατρειών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(λαογρ.)</b> (στη μαγική πρακτική) συνηθισμένο [[μέσο]] αποτροπής ή θεραπείας κακού, όπως λ.χ. αρρώστιας κ.ά., με τη [[μορφή]] [[κυρίως]] φυλαχτών τα οποία καθιστούσαν σιδηροκέφαλους, δηλ. απρόσβλητους από [[κακό]], όσους τά φορούσαν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντ</i>- (<b>βλ.</b> <i>πεντα</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[ἄλφα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:16, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
πεντάλφα: τό, ὡς καὶ νῦν, σχῆμα ὅμοιον πρὸς πέντε ἄλφα συμπεπλεγμένα ἐν εἴδει μονογράμματος, οὕτω, ☆ Σχολ. εἰς Λουκ. ὑπὲρ τοῦ Πταίσματ. 5, ἴδε πεντέγραμμος.
Greek Monolingual
το, ΝΑ, και πεντάλφα, η, Νζωγραφικό σχήμα που προκύπτει από τον συνδυασμό πέντε κεφαλαίων Α και είναι το πεντάγραμμο τών Πυθαγορείων, το οποίο χαρασσόταν με μια μονοκοντυλιά και ήταν σύμβολο της αιωνιότητας και της τριάδας, ενώ σήμερα αποτελεί σύμβολο διαφόρων μυστηριακών ή αποκρυφιστικών λατρειών
νεοελλ.
(λαογρ.) (στη μαγική πρακτική) συνηθισμένο μέσο αποτροπής ή θεραπείας κακού, όπως λ.χ. αρρώστιας κ.ά., με τη μορφή κυρίως φυλαχτών τα οποία καθιστούσαν σιδηροκέφαλους, δηλ. απρόσβλητους από κακό, όσους τά φορούσαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + ἄλφα.