χρυσάργυρον: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(6_21)
(47b)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσάργυρον''': τό, ἄργυρος ἐπικεχρυσωμένος, Συλλ. Ἐπιγρ. 8812. ΙΙ. [[φόρος]] ἐκ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, Κ. Μανασσ. Χρον. 3085, κλπ.· ἴδε Δουκάγγ. ἐν λ.
|lstext='''χρῡσάργυρον''': τό, ἄργυρος ἐπικεχρυσωμένος, Συλλ. Ἐπιγρ. 8812. ΙΙ. [[φόρος]] ἐκ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, Κ. Μανασσ. Χρον. 3085, κλπ.· ἴδε Δουκάγγ. ἐν λ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[χρυσάργυρος]].
}}
}}

Latest revision as of 06:09, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1379] τό, die Gewerbesteuer, Zosim.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσάργυρον: τό, ἄργυρος ἐπικεχρυσωμένος, Συλλ. Ἐπιγρ. 8812. ΙΙ. φόρος ἐκ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, Κ. Μανασσ. Χρον. 3085, κλπ.· ἴδε Δουκάγγ. ἐν λ.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. χρυσάργυρος.