ὑδροπότης: Difference between revisions
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑδροπότης''': -ου, ὁ, ([[πίνω]]) ὁ πίνων [[ὕδωρ]], Ξεν. Κύρ. 6. 2. 29· [[ὅθεν]] ἐν κωμικῇ φράσει ἐπὶ ἀνθρώπου δειλοῦ καὶ νωθροῦ καὶ ἀβελτέρου, τὸ τοῦ Ὁρατίου aquae potor, Ἀνθ. Π. 11. 20· [[οὕτως]] [[ὑδατοπότης]], παρὰ Φρυνίχ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 1· [[ὕδωρ]] πίνων Δημ. 73. 3, πρβλ. 355. 24, Ἀριστοφ. Ἱππ. 349· [[ὕδωρ]] δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφὸν Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 6, πρβλ. Ἀριστοφῶντα ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 3, Βάτωνα ἐν «Ἀνδροφόνῳ» 1. 9, κ. ἀλλ. | |lstext='''ὑδροπότης''': -ου, ὁ, ([[πίνω]]) ὁ πίνων [[ὕδωρ]], Ξεν. Κύρ. 6. 2. 29· [[ὅθεν]] ἐν κωμικῇ φράσει ἐπὶ ἀνθρώπου δειλοῦ καὶ νωθροῦ καὶ ἀβελτέρου, τὸ τοῦ Ὁρατίου aquae potor, Ἀνθ. Π. 11. 20· [[οὕτως]] [[ὑδατοπότης]], παρὰ Φρυνίχ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 1· [[ὕδωρ]] πίνων Δημ. 73. 3, πρβλ. 355. 24, Ἀριστοφ. Ἱππ. 349· [[ὕδωρ]] δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφὸν Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 6, πρβλ. Ἀριστοφῶντα ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 3, Βάτωνα ἐν «Ἀνδροφόνῳ» 1. 9, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />buveur d’eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], [[πίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (πίνω)
A water-drinker, X.Cyr.6.2.29; used of a thin-blooded, mean-spirited fellow, AP11.20 (Antip. Thess.); cf. ὑδατοπότης.
German (Pape)
[Seite 1174] ὁ, der Wassertrinker, Xen. Cyr. 6, 2, 29; übrtr., ein frostiger, geistloser, jeder höhern Begeisterung unfähiger Mensch.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροπότης: -ου, ὁ, (πίνω) ὁ πίνων ὕδωρ, Ξεν. Κύρ. 6. 2. 29· ὅθεν ἐν κωμικῇ φράσει ἐπὶ ἀνθρώπου δειλοῦ καὶ νωθροῦ καὶ ἀβελτέρου, τὸ τοῦ Ὁρατίου aquae potor, Ἀνθ. Π. 11. 20· οὕτως ὑδατοπότης, παρὰ Φρυνίχ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 1· ὕδωρ πίνων Δημ. 73. 3, πρβλ. 355. 24, Ἀριστοφ. Ἱππ. 349· ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφὸν Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 6, πρβλ. Ἀριστοφῶντα ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 3, Βάτωνα ἐν «Ἀνδροφόνῳ» 1. 9, κ. ἀλλ.