μεγαλόφλεβος: Difference between revisions
From LSJ
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
(6_17) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλόφλεβος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλας φλέβας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 30. | |lstext='''μεγᾰλόφλεβος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλας φλέβας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 30. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεγαλόφλεβος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μεγάλες, χοντρές φλέβες, που οι φλέβες του εξέχουν εμφανώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φλεβος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλέψ]], <i>φλεβός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>στενό</i>-<i>φλεβος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A large-veined, Arist.PA667a30.
German (Pape)
[Seite 108] mit großen, starken Adern, Arist. part. an. 3, 4.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόφλεβος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλας φλέβας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 30.
Greek Monolingual
μεγαλόφλεβος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλες, χοντρές φλέβες, που οι φλέβες του εξέχουν εμφανώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -φλεβος (< φλέψ, φλεβός), πρβλ. στενό-φλεβος].