διδακτυλιαῖος: Difference between revisions
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
(6_4) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διδακτυλιαῖος''': -α, -ον, δύο δακτύλων [[μῆκος]] ἢ [[πλάτος]] ἔχων, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 156· ‒ οὕτω διδάκτῠλος, ον, Ἱππ. Ἄρθρ. 783, Θεόφρ. Φ. Ι. 9, 5. | |lstext='''διδακτυλιαῖος''': -α, -ον, δύο δακτύλων [[μῆκος]] ἢ [[πλάτος]] ἔχων, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 156· ‒ οὕτω διδάκτῠλος, ον, Ἱππ. Ἄρθρ. 783, Θεόφρ. Φ. Ι. 9, 5. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br />[[de dos dedos de longitud o anchura]], [[διάστημα]] Dsc.<i>Eup</i>.1.235, S.E.<i>M</i>.10.156, τοῦ ἡλίου φάσις Cleom.2.3.26, ταινίδιον Orib.48.22.2, cf. Gal.18(1).821. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 21 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A two fingers long or broad, διάστημα S.E.M. 10.156, cf. Heliod. ap. Orib.48.23.2, etc.:—so δῐδάκτῠλ-ος, ον, Hp.Art.7, Thphr.HP9.5.3, IG22.463.78.
German (Pape)
[Seite 615] α, ον, zwei Finger lang, breit, Sext. Emp. adv. math. 10, 156.
Greek (Liddell-Scott)
διδακτυλιαῖος: -α, -ον, δύο δακτύλων μῆκος ἢ πλάτος ἔχων, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 156· ‒ οὕτω διδάκτῠλος, ον, Ἱππ. Ἄρθρ. 783, Θεόφρ. Φ. Ι. 9, 5.
Spanish (DGE)
-α, -ον
de dos dedos de longitud o anchura, διάστημα Dsc.Eup.1.235, S.E.M.10.156, τοῦ ἡλίου φάσις Cleom.2.3.26, ταινίδιον Orib.48.22.2, cf. Gal.18(1).821.