ὁμοιοβαρής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
(6_7)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμοιοβᾰρής''': -ές, ὁ ἔχων ὅμοιον βάρος, [[ἰσοβαρής]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 6.
|lstext='''ὁμοιοβᾰρής''': -ές, ὁ ἔχων ὅμοιον βάρος, [[ἰσοβαρής]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 6.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ὁμοιοβαρής]], -ές)<br />αυτός που έχει το ίδιο [[βάρος]], [[ισοβαρής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισο</i>-<i>βαρής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιοβᾰρής Medium diacritics: ὁμοιοβαρής Low diacritics: ομοιοβαρής Capitals: ΟΜΟΙΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: homoiobarḗs Transliteration B: homoiobarēs Transliteration C: omoiovaris Beta Code: o(moiobarh/s

English (LSJ)

ές,

   A equally heavy, Arist.Cael.273b23.

German (Pape)

[Seite 334] ές, gleich schwer, Arist. de Coel. 1, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοβᾰρής: -ές, ὁ ἔχων ὅμοιον βάρος, ἰσοβαρής, Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 6.

Greek Monolingual

-ές (Α ὁμοιοβαρής, -ές)
αυτός που έχει το ίδιο βάρος, ισοβαρής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ισο-βαρής].