κακιότερος: Difference between revisions
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
(6_14) |
(18) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰκῑότερος''': μεταγεν. ποιητ. [[τύπος]] τοῦ συγκρ. [[κακίων]], Ἀνθ. Π. 12. 7. | |lstext='''κᾰκῑότερος''': μεταγεν. ποιητ. [[τύπος]] τοῦ συγκρ. [[κακίων]], Ἀνθ. Π. 12. 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κακιότερος]], -α, -ον (Α)<br />[[κακίων]], πιο [[κακός]], [[χειρότερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προήλθε πιθ. με συμφυρμό τών τ. [[κακίων]] και [[κακώτερος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1298] compar. zu κακός, von κακίων gebildet, Strat. 6 (XII, 7).
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκῑότερος: μεταγεν. ποιητ. τύπος τοῦ συγκρ. κακίων, Ἀνθ. Π. 12. 7.
Greek Monolingual
κακιότερος, -α, -ον (Α)
κακίων, πιο κακός, χειρότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προήλθε πιθ. με συμφυρμό τών τ. κακίων και κακώτερος].